σκούρος, -α κ. -η, -ο, επίθ. [<μσν. σκούρος <ιταλ. scuro], σκούρος·
-
είναι σκούρα τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
τα βλέπω σκούρα, έχω την εντύπωση ότι θα προκύψουν δυσκολίες, ότι η
κατάσταση παίρνει δυσάρεστη ή επικίνδυνη τροπή: «όταν πάει καλά η δουλειά, με
ξεχνάει και, μόλις βλέπει τα σκούρα, έρχεται για βοήθεια»·
-
τα βλέπω σκούρα τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
τα βρήκα σκούρα, αντιμετώπισα μεγάλες δυσκολίες, μεγάλα εμπόδια σε
κάποια δουλειά ή υπόθεση: «είχα την εντύπωση πως ήταν εύκολη η δουλειά, αλλά τα
βρήκα σκούρα || είχα την εντύπωση πως θα μπορούσα να τη ρίξω εύκολα, αλλά τα
βρήκα σκούρα, γιατί είναι σκληρό καρύδι». (Λαϊκό τραγούδι: θα τα βρεις
μαζί μου σκούρα,κι ας με παίρνεις γι’ αγγελούδι, θα σου βάλω
την κουλούρα και θα πεις κι ένα τραγούδι). Συνών. τα βρήκα αγγούρια / τα
βρήκα ζόρικα / τα βρήκα ζόρικα τα πράγματα / τα βρήκα μπαστούνια / τα βρήκα
σκούρα τα πράγματα / τα βρήκα στενά / τα βρήκα στενά τα πράγματα·
-
τα βρήκα σκούρα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα σκούρα·
-
την έχω σκούρα, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, σε πολύ δύσκολη
κατάσταση: «αν μάθει τ’ αφεντικό μου τη ζημιά που έκανα, την έχω σκούρα || την
έχω σκούρα, γιατί, με την αναδουλειά που έχει πέσει στην αγορά, δεν μπορώ να
καλύψω τις υποχρεώσεις μου».