σκουριά, η, ουσ. [<αρχ. σκωρία], η σκουριά· (στη νεοαργκό)
παλιό μηχάνημα, ιδίως αυτοκίνητο ή μοτοσικλέτα: «πάρε από δω τη σκουριά σου, να
παρκάρω την αμαξάρα μου || πρόσεχε, μην κάνεις κανένα σημάδι με τη σκουριά σου
τ’ αυτοκίνητό μου, γιατί θα σε φάω!»·
-
έπιασα σκουριά, βλ. φρ. μ’ έφαγε η σκουριά·
-
μ’ έφαγε η σκουριά, βλ. λ. σκουριάζω·
- τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει, βλ. λ. τροχός.