σκουπόξυλο, το, ουσ. [<σκούπα + ξύλο], το σκουπόξυλο·
-
είναι λες και κατάπιε σκουπόξυλο ή είναι σαν να κατάπιε σκουπόξυλο ή
λες και κατάπιε σκουπόξυλο ή σαν να κατάπιε σκουπόξυλο, είναι
ψηλός και αδύνατος και στέκεται με τεντωμένο το κορμί του: «ξεχωρίζει αμέσως
απ’ όλους, γιατί είναι σαν να κατάπιε σκουπόξυλο || θα καταλάβεις αμέσως για
ποιον σου λέω, γιατί είναι λες και κατάπιε σκουπόξυλο || είχε κι έναν μαζί της
που στεκόταν δίπλα της λες και κατάπιε σκουπόξυλο». Από την εικόνα του
σκουπόξυλου, που είναι μακρύ και λεπτό. Συνών. είναι λες και κατάπιε καδρόνι
/ είναι λες και κατάπιε σανίδα·
-
καβάλησε το σκουπόξυλο, βλ. συνηθέστ. καβάλησε το καλάμι, λ.
καλάμι. Η αναφορά στο σκουπόξυλο, από την εικόνα της μάγισσας των παραμυθιών,
που πετάει καβάλα σε ένα σκουπόξυλο·
-
σκουπόξυλο που σου χρειάζεται! με αυτά που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας
με ξυλοδαρμό, αξίζει να τιμωρηθείς με σκληρό, με παραδειγματικό τρόπο:
«σκουπόξυλο που σου χρειάζεσαι ν’ αντιμιλάς στους γονείς σου!». Πολλές φορές,
της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Από το ότι παλιότερα οι μητέρες τιμωρούσαν
τα παιδιά τους με ξυλοδαρμό χρησιμοποιώντας το σκουπόξυλο. Για συνών. βλ. φρ. βρεγμένη
σανίδα που σου χρειάζεται! λ. σανίδα·
-
τον πήραν με τα σκουπόξυλα, (ιδίως για δημόσιο αγορητή) τον αποδοκίμασαν
έντονα, τον γιουχάισαν: «μόλις βγήκε ο τάδε να μιλήσει στο μπαλκόνι, τον πήραν
με τα σκουπόξυλα».