σκουπίδι, το, ουσ. [<σκουπίζω + κατάλ. -ίδι], το σκουπίδι. 1.
άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «αν ξανακάνεις παρέα μ’ αυτό το
σκουπίδι, θα σου κόψω την καλημέρα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ άλλες γυναίκες τα
λεφτά σου σπαταλάς, σ’ έχουνε φάει το πιοτό και το παιχνίδι, εμένα πάντοτε σαν
σκλάβα μου μιλάς κι όλο μου φέρνεσαι σα να ’μουνα σκουπίδι). 2.
πράγμα χωρίς καμιά αξία: «έδωσες τόσα λεφτά γι’ αυτό το σκουπίδι;». 3.
στον πλ. τα σκουπίδια, τα διάφορα απορρίμματα του σπιτιού, ιδίως τα
αποφάγια, που συγκεντρώνονται μέσα σε διάφορες πλαστικές σακούλες, συνήθως
χρώματος μαύρου: «μην ξεχάσεις, όταν θα φεύγεις, να κατεβάσεις και τα
σκουπίδια». 4. το απορριμματοφόρο του δήμου: «τι ώρα περνούν τα
σκουπίδια;». 5. (γενικά) άχρηστα μικροαντικείμενα: «από καιρό σκέφτομαι
να βάλω μια τάξη στο υπόγειό μου, γιατί έχουν μαζευτεί ένα σωρό σκουπίδια». 6.
το σκουπιδαριό (βλ. λ.): «πού είναι τα σκουπίδια της περιοχής;»·
-
α στα σκουπίδια! ή άι στα σκουπίδια! ή άντε στα σκουπίδια! επιτιμητική
ή απειλητική έκφραση με την οποία αποπέμπουμε κάποιον. Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το βρε·
-
είναι για τα σκουπίδια, το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος
είναι ανάξιο, ασήμαντο, τιποτένιο, χωρίς την παραμικρή αξία: «εσύ είσαι καλό
παλικάρι, αλλά αυτός που κάνεις παρέα είναι για τα σκουπίδια || αγόρασε ένα
αυτοκίνητο που είναι για τα σκουπίδια»· βλ. και φρ. πετώ στα σκουπίδια·
-
είναι για τα σκουπίδια η δουλειά ή η δουλειά είναι για τα σκουπίδια, βλ. λ. δουλειά·
-
η ευκαιρία πήγε στα σκουπίδια, βλ. λ. ευκαιρία·
-
κάνω σκουπίδια, αφήνω, διασκορπίζω γύρω μου άχρηστα αντικείμενα, λερώνω
γύρω το χώρο μου: «λίγο να καθίσει αυτός ο άνθρωπος κάπου, κάνει αμέσως
σκουπίδια»·
-
μην κάνεις σκουπίδια! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που αφήνει, ιδίως που
του πέφτουν, χρήματα: «έι φίλε, είπαμε ότι έχεις πολλά λεφτά, αλλά μην κάνεις
σκουπίδια!»·
-
πέταξε την ευκαιρία στα σκουπίδια, βλ. λ. ευκαιρία·
-
πετώ στα σκουπίδια, α. παύω να χρησιμοποιώ κάτι, το αχρηστεύω:
«ήταν τόσο παλιά η τηλεόρασή μου, που την πέταξα στα σκουπίδια κι αγόρασα άλλη».
β. απορρίπτω με προκλητικό τρόπο κάτι: «του ’δωσα την αίτησή μου για
άδεια κι αυτός την πέταξε στα σκουπίδια». γ. (για πρόσωπα) εγκαταλείπω
χωρίς να δείχνω το παραμικρό ενδιαφέρον: «της έφαγε καλά καλά την προίκα κι
έπειτα την πέταξε στα σκουπίδια». (Λαϊκό τραγούδι: αυτός ο τύπος που τον
έχεις συνοδό, να πιεις το θάνατο σου δίνει τον αργό κι από τα νιάτα σου αν
πάρει στα στολίδια, θα σε πετάξει ένα βράδυ στα σκουπίδια)·
-
στα σκουπίδια, στις πλαστικές σακούλες όπου συγκεντρώνονται τα διάφορα
απορρίμματα του σπιτιού, ιδίως τα αποφάγια ή στην τοποθεσία έξω από την πόλη,
όπου τα απορριμματοφόρα του δήμου αδειάζουν τα σκουπίδια, στη χωματερή: «η
καταναλωτική κοινωνία είναι εχθρός του ανθρώπου, γιατί άλλοι δεν έχουν να φάνε
κι άλλοι πετούν τα φαγητά τους στα σκουπίδια»·
-
τον κάνω σκουπίδι, του ποδοπατώ την αξιοπρέπειά του, τον καταξεφτιλίζω,
ιδίως μπροστά σε κόσμο: «του τα ’χε από καιρό φυλαγμένα και μόλις τον συνάντησε
στο καφενείο, τον έκανε σκουπίδι».