σκουλαρίκι, το, ουσ. [<μσν. σχολαρίκιον <σχολαρικόν ἐνώτιον (=
ενώτιο που φορούσαν οι σχολάριοι = φρουροί των ανακτόρων στο Βυζάντιο)], το
σκουλαρίκι. Υποκορ. σκουλαρικάκι, το·
-
να το βάλεις σκουλαρίκι (ενν. στ’ αφτί σου), βλ. συνηθέστ. να το
κρεμάσεις σκουλαρίκι·
- να το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. φρ. να το κρεμάσεις
σκουλαρίκι·
-
να το κρεμάσεις σκουλαρίκι (ενν. στ’ αφτί σου), να θυμάσαι καλά αυτό που
σου είπα ή αυτό που μου είπες, να το έχεις καλά στο μυαλό σου. Λέγεται συνήθως
με απειλητική διάθεση: «να το κρεμάσεις σκουλαρίκι αυτό που σου λέω, γιατί θα
δεις πως με την πρώτη ευκαιρία θα σου φερθώ με τον ίδιο πρόστυχο τρόπο που μου
φέρθηκες»·
-
να το κρεμάσεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. φρ. να το κρεμάσεις
σκουλαρίκι·
-
το κρεμώ σκουλαρίκι (ενν. στ’ αφτί μου), διατηρώ στη μνήμη μου την κακή
εντύπωση από τη συμπεριφορά κάποιου, για να του φερθώ ανάλογα την κατάλληλη
στιγμή: «το κρεμώ σκουλαρίκι αυτό που είπες και θα ’ρθει κάποτε ο καιρός που θα
ξηγηθούμε».