αργία,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀργία <ἀεργία], η αργία. α. η αποχή από την εργασία λόγω Κυριακής,
θρησκευτικής ή εθνικής γιορτής: «τα Χριστούγεννα έχουμε αργία || την 25η
Μαρτίου έχουμε αργία». (Λαϊκό τραγούδι: Παρασκευή μ’ απάτησες, Σάββατο μ’
απαράτησες, και την Κυριακή αργία και σ’ άλλα με υγεία). β.
(για δημόσιους υπάλληλους, στρατιωτικούς ή ιερωμένους) αποχή από την εργασία ή
την ιερουργία, λόγω πειθαρχικής ποινής: «μ’ έχουν δώσει μια βδομάδα αργία για
το λάθος που έκανα στη μεταφορά των εμπορευμάτων || τον παπά της ενορίας μας
τον έχουν σε αργία, γιατί αντιμίλησε στο δεσπότη»·
- αργία
μήτηρ πάσης κακίας, η έλλειψη απασχόλησης, εργασίας ή η τεμπελιά, οδηγεί σε
κακές σκέψεις, ιδίως πράξεις: «η εγκληματικότητα είναι αυξημένη στους άεργους
ανθρώπους, γιατί, ως γνωστόν, αργία μήτηρ πάσης κακίας»·
- δεν
είναι αργία είναι απεργία, βλ. λ. απεργία.