σκοτωμός, ο, ουσ. [<σκοτώνω + κατάλ. -μός], ο σκοτωμός·
εξαντλητικός κόπος, εξαντλητική δοκιμασία, μεγάλη ταλαιπωρία, το σκότωμα: «αυτή
η δουλειά ήταν σκοτωμός»·
-
γίνεται σκοτωμός, α. παρατηρείται μεγάλος συνωστισμός, μεγάλη
προσέλευση κόσμου σε δημόσιο θέαμα ή σε εμπορικό κατάστημα, όπου συνήθως
προκαλείται ένταση κι εκνευρισμός: «κάθε φορά που έρχεται ο τάδε τραγουδιστής
για συναυλία, γίνεται σκοτωμός || κάθε μέρα γίνεται σκοτωμός στο τάδε σούπερ
μάρκετ || κάθε φορά που υπάρχει ντέρμπι, γίνεται σκοτωμός για ένα εισιτήριο». β.
γίνεται άγριος καβγάς, άγριος ξυλοδαρμός ανάμεσα σε δυο άτομα ή ανάμεσα σε δυο
ομάδες ατόμων: «κάθε φορά που υπάρχει ντέρμπι, δεν πηγαίνω στο γήπεδο, γιατί
γίνεται σκοτωμός ανάμεσα στους κάφρους»·
-
έχω δουλειά του σκοτωμού, βλ. λ. δουλειά·
-
του σκοτωμού, α. αστραπιαία: «πήγε και γύρισε του σκοτωμού». β.
με μεγάλη ταχύτητα: «θα φάει καμιά μέρα το κεφάλι του, γιατί, απ’ τη μέρα που
αγόρασε αυτοκίνητο, τρέχει του σκοτωμού».