σκότωμα, το, ουσ. [<μτγν. σκότωμα], το σκότωμα· εξαντλητικός
κόπος, εξαντλητική δοκιμασία, μεγάλη ταλαιπωρία, ο σκοτωμός: «αυτή η δουλειά
ήταν σκότωμα»·
-
είμαι για σκότωμα, βλ. φρ. θέλω σκότωμα·
- είναι για σκότωμα, βλ. φρ. θέλει σκότωμα·
- είναι για σκότωμα, (για προϊόντα) βλ. φρ. το ’χω
για σκότωμα·
-
θέλει σκότωμα, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν
έκανε αυτό που μου λες, θέλει σκότωμα». (Λαϊκό τραγούδι: η Έλλη θέλει
σκότωμα, με δίκοπο μαχαίρι, γιατί άφησε τον άντρα της και πήρε κομισέρη).
Συνών. θέλει γδάρσιμο / θέλει καρμανιόλα / θέλει κρέμασμα / θέλει κρέμασμα
ανάποδα / θέλει κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια / θέλει κρέμασμα απ’ το λαιμό / θέλει
ντουφέκισμα / θέλει πνίξιμο / θέλει σούβλισμα / θέλει σφάξιμο·
-
θέλω σκότωμα, έκφραση που δηλώνει έντονη μεταμέλεια για κάτι που είπαμε
ή κάναμε: «θέλω σκότωμα, αν είπα εγώ τέτοιο πράγμα γι’ αυτόν τον άγιο άνθρωπο!
|| θέλω σκότωμα, αν έκανα αυτή την ανοησία». (Λαϊκό τραγούδι: σκότωμα
θέλουμε κι οι δυο, κάναμε λάθος τραγικό // το μάλωσα, το μάλωσα, του
μίλησα κι απότομα, γι’ αυτό και θέλω κρέμασμα, γι’ αυτό και θέλω σκότωμα).
Συνών. θέλω γδάρσιμο / θέλω καρμανιόλα / θέλω κρέμασμα / θέλω
κρέμασμα ανάποδα / θέλω κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια / θέλω κρέμασμα απ’ το λαιμό / θέλω
ντουφέκισμα / θέλω πνίξιμο / θέλω σούβλισμα / θέλω σφάξιμο·
-
το ’χω για σκότωμα, (για προϊόντα) το εκποιώ, το πουλώ όσο όσο,
κοψοχρονιάς, ιδίως γιατί βρίσκομαι σε δεινή οικονομική κατάσταση: «ό,τι
εμπόρευμα έχει μείνει, το ’χω για σκότωμα, γιατί έχω άμεση ανάγκη από μετρητά».