σκοτούρα, η, ουσ. [<όψιμο μσν. σκοτούρα], συνεχής ενόχληση,
δυσάρεστη και επίμονη φροντίδα, επίμονη έγνοια, επίμονος μπελάς: «τον τελευταίο
καιρό έχω τόσες σκοτούρες, που κοντεύω να τρελαθώ». (Λαϊκό τραγούδι: μες την
πολλή σκοτούρα μου, γιατί να σε γνωρίσω, κλαίω και λέω μυστικά για
σένανε, γιατί να σ’ αγαπήσω). Ακούγεται και σκουτούρα, η·
- άλλη σκοτούρα δεν είχα! ή άλλη σκοτούρα δεν έχω! ή
άλλη σκοτούρα δεν είχαμε! ή άλλη σκοτούρα δεν έχουμε! α. έκφραση
δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν
ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις το βάψιμο αυτό του
σπιτιού, θα σου δώσω μια νέα διεύθυνση για τον ίδιο σκοπό. -Άλλη σκοτούρα δεν
είχαμε! Το ξέρεις πως έχω να βάψω άλλα δυο σπίτια; || το βράδυ πρέπει να πάμε
στο σπίτι της τάδε, γιατί μας κάλεσε. -Άλλη σκοτούρα δεν έχω! Εγώ είμαι
κουρασμένος θέλω να κοιμηθώ νωρίς». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε
βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια
αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να με βοηθήσεις στη μετακόμιση που πρόκειται
να κάνω; -Άλλη σκοτούρα δεν είχα! Το ξέρεις πως μου πονάει η μέση; || θα μου
φέρεις το άρωμα που συ ζήτησα; -Άλλη σκοτούρα δεν έχουμε! Σου είπα πως αν το
θυμηθώ θα στο φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο αναφέρεται μόνο στον εαυτό του.
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για
συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·
-
έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου ή έχω σκοτούρες στο κεφάλι, βασανίζομαι
από έντονα προβλήματα, από επίμονες έγνοιες, από επίμονους μπελάδες: «έχω τέτοιες
σκοτούρες στο κεφάλι και δεν ξέρω τι να πρωτοκάνω»·
-
έχω σκοτούρα στο μυαλό μου ή έχω σκοτούρες στο μυαλό,βλ.
συνηθέστ.έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου·
-
κι είχα μια σκοτούρα! ή κι έχω μια σκοτούρα! ή κι είχαμε μια
σκοτούρα! ή κι έχουμε μια σκοτούρα! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ
τελείως: «αν δεν έρθει ο τάδε στην εκδρομή, δε θα ’ρθω ούτ’ εγώ. -Κι είχα μια
σκοτούρα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές,
της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια
σκασίλα! λ. σκασίλα·
-
με δέρνουν οι σκοτούρες, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι από επίμονες
φροντίδες, από επίμονους μπελάδες: «τον τελευταίο καιρό δεν μπορώ να κλείσω
μάτι, γιατί με δέρνουν οι σκοτούρες». Στον τύπο με δέρνουν κάτι σκοτούρες! επιτείνει
την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι σκοτούρες(!)·
-
σκοτούρα μου! ή σκοτούρα μας! βλ. φρ. κι είχα μια σκοτούρα!