σκοτεινός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. σκοτεινός],
σκοτεινός. 1. που είναι μυστηριώδης, περίπλοκος: «σκοτεινές υποθέσεις». 2.
που δημιουργεί ερωτηματικά, που είναι ύποπτος, που είναι δυσνόητος, ασαφής: «ο
ρόλος του σ’ αυτή την υπόθεση εξακολουθεί να παραμένει σκοτεινός». (Λαϊκό
τραγούδι: μου ’πανε το παρελθόν σου ότι είναι σκοτεινό· ως και
γράμματα μου στείλανε ανώνυμα, από δω και πέρα όμως κάτσε φρόνιμα). 3.
που είναι καταχθόνιος: «σκοτεινός άνθρωπος || σκοτεινή φυσιογνωμία». 4.
που είναι άθλιος, θλιβερός, δυστυχισμένος: «σκοτεινή ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: μη
μου είσαι μουτρωμένο και σκοτεινό, συννεφάκι κρεμασμένο στον ουρανό).
5. πολλές φορές, ως επίκληση συμπάθειας σε δυστυχισμένο άτομο: «αχ,
σκοτεινέ μου, τι κακό ήταν αυτό που σε βρήκε πάλι!». 6. το θηλ. ως ουσ. η
σκοτεινή (βλ. λ.). 7. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα σκοτεινά,
μέρος, τόπος όπου επικρατεί σκοτάδι: «δεν περνάει απ’ τα σκοτεινά, γιατί
φοβάται». Επίρρ. Σκοτεινά. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
-
βαδίζω στα σκοτεινά, α. ενεργώ χωρίς να έχω σαφή προσανατολισμό,
χωρίς να γνωρίζω τι θέλω ή τι επιδιώκω: «θέλω κι εγώ να στήσω μια δουλειά, αλλά
δεν έχω από κανέναν βοήθεια και βαδίζω στα σκοτεινά». β. βαδίζω χωρίς
να ξέρω πού κατευθύνομαι: «κάθε φορά που κατεβαίνω στην Αθήνα, χάνω τον
προσανατολισμό μου και για να βρω τη διεύθυνση που θέλω, βαδίζω στα σκοτεινά». γ.
ερευνώ για να εξιχνιάσω μια υπόθεση, αλλά δεν έχω σαφή στοιχεία και ενεργώ χωρίς
πρόγραμμα, στην τύχη: «προσπαθώ να εξιχνιάσω το τάδε έγκλημα, αλλά βαδίζω στα
σκοτεινά, γιατί δεν έχω κανένα στοιχείο». Συνών. βαδίζω στα τυφλά·
-
δουλεύει στα σκοτεινά, δε γνωρίζει κανείς με τι ασχολείται, δεν έχει
κάποιο συγκεκριμένο επάγγελμα ή ασχολία: «τον βλέπω να κινείται συνεχώς μέσα
στην αγορά, αλλά, αν μου πεις με τι ασχολείται, δεν ξέρω, γιατί δουλεύει στα
σκοτεινά»·
-
έχει σκοτεινή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
-
έχει σκοτεινή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
-
έχει σκοτεινό παρελθόν, βλ. λ. παρελθόν·
-
πάω στα σκοτεινά, βλ. συνηθέστ. βαδίζω στα σκοτεινά·
- προχωρώ στα σκοτεινά, βλ. φρ. βαδίζω στα σκοτεινά·
- σκοτεινές δυνάμεις, βλ. λ. δύναμη·
-
σκοτεινή δουλειά ή σκοτεινές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
-
σκοτεινή φυσιογνωμία, βλ. λ. φυσιογνωμία·
-
στα σκοτεινά, α. στο σκοτάδι: «είναι μόνος του στο δωμάτιο και
κάθεται στα σκοτεινά». Πρβλ.: στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη
χτενίζει, στ’ άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της (Δημοτικό). β.
χωρίς σαφή προσανατολισμό: «οι έρευνες για τη σύλληψη των δραστών γίνονται στα
σκοτεινά»·
-
τραβώ στα σκοτεινά, βλ. συνηθέστ. βαδίζω στα σκοτεινά.