σκοτάδι, το, ουσ. [υποκορ. του αρχ. ουσ. σκότος], το σκοτάδι·
κατάσταση πλήρους αβεβαιότητας, μυστηρίου, ασάφειας, άγνοιας: «ο ανακριτής
κινείται στο σκοτάδι για την εξιχνίαση του εγκλήματος || σκοτάδι καλύπτει το
άγριο έγκλημα»·
-
έχει μαύρο σκοτάδι ή έχει σκοτάδι, έχει πλήρη άγνοια πάνω σε
κάποιο θέμα ή πάνω στο θέμα που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να ρωτήσουμε
τον τάδε, γιατί έχει μαύρο σκοτάδι για την υπόθεση που κουβεντιάζουμε». Συνών. έχει
μαύρα μεσάνυχτα ή έχει μεσάνυχτα·
-
ζει στο μαύρο (το) σκοτάδι ή ζει στο σκοτάδι, α. είναι
τυφλός: «από μικρό παιδί ζει στο μαύρο σκοτάδι». β. έχει πλήρη άγνοια σε
κάποιο θέμα που του αφορά: «η γυναίκα του γυρίζει με τον έναν και με τον άλλον
κι αυτός ζει στο σκοτάδι»·
-
σκοτάδι βαθύ, βλ. φρ. σκοτάδι πίσσα. (Λαϊκό τραγούδι: τον
φάγανε μπαμπέσικα δυο μαύροι κάποιο βράδυ, κρυφά του τηνε στήσανε μες το βαθύ
σκοτάδι)·
-
σκοτάδι πήχτρα, βλ. φρ. σκοτάδι πίσσα·
-
σκοτάδι πίσσα, βαθύ, απόλυτο σκοτάδι: «χτες βράδυ η νύχτα ήταν σκοτάδι
πίσσα». (Λαϊκό τραγούδι: σκοτάδι πίσσα πέφτει βαρύ, γυρνώ σαν
ξένος μες τη ζωή)·
-
το αιώνιο σκοτάδι, ο θάνατος: «έρχεται κάποτε καιρός, που όλους μας
τυλίγει το αιώνιο σκοτάδι»·
-
το μαύρο (το) σκοτάδι, ο τάφος, ο Άδης: «τι πλούσιοι, τι φτωχοί. Όλους
μια μέρα μας περιμένει το μαύρο το σκοτάδι». Συνών. η μαύρη γη / το μαύρο
(το) χώμα·
-
το ’φαγε το μαύρο (το) σκοτάδι ή το ’φαγε το σκοτάδι, (για
πράγματα ή μηχανήματα) χάθηκε ή καταστράφηκε: «ακούμπησα το ρολόι μου στο
νιπτήρα να πλύνω τα χέρια μου κι όταν θέλησα να το ξαναφορέσω, αντιλήφθηκα,
δυστυχώς, πως το ’φαγε το μαύρο το σκοτάδι || παλιά είχα κι εγώ αυτοκίνητο,
αλλά το ’φαγε το σκοτάδι»·
-
τον έφαγε το μαύρο (το) σκοτάδι ή τον έφαγε το σκοτάδι, πέθανε,
σκοτώθηκε, δολοφονήθηκε από άγνωστο ή εξαφανίστηκε μυστηριωδώς: «κάποτε έμενε
σ’ αυτό το σπίτι αυτός που ζητάς, αλλά είναι καιρός τώρα που τον έφαγε το
σκοτάδι || έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου μια μέρα τράκαρε και
τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι || κάποτε ερχόταν στην παρέα μας, αλλά είναι καιρός
που τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι».