σκορποχώρι, το, ουσ. [<σκορπώ + χωριό], χώρος, σπίτι, οικογένεια,
δουλειά, επιχείρηση ή κράτος όπου επικρατεί τέλεια διάλυση: «αυτή δεν είναι
δουλειά, αυτή ’ναι σκορποχώρι || αυτό δεν είναι κράτος, αυτό ’ναι σκορποχώρι ||
δε θα επιτρέψω να γίνει η επιχείρησή μου σκορποχώρι»·
-
έγιναν σκορποχώρι, διαφώνησαν και τσακώθηκαν: «κάποτε ήταν πολύ
αγαπημένη παρέα, αλλά για μια γυναίκα έγιναν σκορποχώρι»·
-
έγινε σκορποχώρι, διασκορπίστηκε, διαλύθηκε: «κάποτε ήταν πολύ μεγάλη
οικογένεια, αλλά ο ένας εδώ ο άλλος εκεί έγινε με τον καιρό σκορποχώρι»·
-
θα γίνουμε σκορποχώρι, (απειλητικά) θα μαλώσουμε πολύ άγρια: «αν πεις
ξανά κακιά κουβέντα για την οικογένειά μου, θα γίνουμε σκορποχώρι»·
-
θα τα κάνω σκορποχώρι, (απειλητικά) θα τα διαλύσω, θα τα σκορπίσω όλα,
θα επιφέρω μεγάλη καταστροφή: «αν έχετε κι αύριο βράδυ τη μουσική στη διαπασών,
θα μπω στο μαγαζί και θα τα κάνω σκορποχώρι».