σκορδοστούμπι, το, ουσ. [<σκόρδο + στουμπώνω], το
σκορδόξιδο: «δεν μπορεί να φάει τον πατσά του, αν δε βάλει προηγουμένως
σκορδοστούμπι»·
-
ας πιει σκορδοστούμπι ή ας πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει ή να
πιει σκορδοστούμπι ή να πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει, ειρωνική
απάντηση σε κάποιον που μας πληροφορεί πως κάποιο άτομο είναι θυμωμένο μαζί μας.
Συνών. ας πιει ξίδι ή ας πιει ξίδι να ξεθυμώσει ή να πιει ξίδι
ή να πιει ξίδι να ξεθυμώσει / ας φάει σκόρδο ή ας φάει σκόρδο να
ξεθυμώσει ή να φάει σκόρδο ή να φάει σκόρδο να ξεθυμώσει.