σκορδοκαΐλα, η, ουσ. [<σκόρδο + καΐλα], το αίσθημα καψίματος που
νιώθει κανείς στο στομάχι του από υπερβολική κατανάλωση σκόρδου·
-
άλλη σκορδοκαΐλα δεν είχα! ή άλλη σκορδοκαΐλα δεν έχω! ή άλλη
σκορδοκαΐλα δεν είχαμε! ή άλλη σκορδοκαΐλα δεν έχουμε! α. έκφραση
δυσαρέσκειας για την επιπρόσθετη εργασία που μας αναθέτει κάποιος, ενώ εμείς
δεν μπορούμε ή δε θέλουμε να την αναλάβουμε, γιατί ήδη είμαστε πολύ φορτωμένοι:
«μόλις τελειώσεις την καταμέτρηση του εμπορεύματος στο μαγαζί, έλα να σε στείλω
σε μια δουλειά. -Άλλη σκορδοκαΐλα δεν είχαμε! Δεν ξέρεις πως μόλις τελειώσω
πρέπει να καταμετρήσω και το εμπόρευμα που υπάρχει στο υπόγειο;». β. γελιέσαι,
αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι
υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θέλω να ’ρθεις να με
βοηθήσεις στη μετακόμιση που θα κάνω. -Άλλη σκορδοκαΐλα δεν είχα! Εγώ φεύγω,
αγόρι μου, στο εξωτερικό || μην ξεχάσεις να μου φέρεις το βιβλίο που σου
ζήτησα. -Άλλη σκορδοκαΐλα δεν είχαμε! Αν το θυμηθώ θα στο φέρω». Ο πλ. και όταν
το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι
μωρέ. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! βλ. λ. σκασίλα·
-
κι είχα μια σκορδοκαΐλα! ή κι είχαμε μια σκορδοκαΐλα! ή κι
έχουμε μια σκορδοκαΐλα! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «ο τάδε δε
θα ’ρθει το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια. -Κι είχα μια σκορδοκαΐλα!». Ο πλ.
και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ.
σκασίλα·
-
μ’ έπιασε μια σκορδοκαΐλα! βλ. συνηθέστ. κι είχα μια σκορδοκαΐλα (!)·
-
σκορδοκαΐλα! ή σκορδοκαΐλα μου! βλ. φρ. κι είχα μια
σκορδοκαΐλα!