σκόντο, το, ουσ. [<ιταλ. sconto], η έκπτωση στην τιμή
εμπορεύματος κατά την αγοραπωλησία: «πουλάει χωρίς σκόντο»·
-
δεν κάνει σκόντο, ενεργεί με απόλυτο τρόπο, ενεργεί με πάθος: «όταν
κάθεται να πιει, δεν κάνει σκόντο και σηκώνεται πάντα σουρωμένος». (Λαϊκό
τραγούδι: στο φιλί δεν κάνει σκόντο και μπροστά του τύφλα να ’χει ο Μπελμόντο)·
-
κάνε σκόντο! α. ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που καυχιέται για
απίθανα πράγματα να μετριάσει τις καυχησιές του. β. φιλική παρατήρηση σε
άτομο που ενεργεί συστηματικά με τρόπο που αποβαίνει συνήθως σε βάρος του να
μετριάσει κάπως αυτή την ενέργειά του: «πολύ πίνεις, ρε παιδάκι μου, κάνε
σκόντο!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το και λίγο·
-
κάνω σκόντο, α. πουλώ εμπόρευμα σε χαμηλότερη τιμή από την
κανονική ή την αναγραφόμενη, πουλώ εμπόρευμα με έκπτωση: «θα σου κάνω σκόντο,
μόνο αν πληρώσεις τοις μετρητοίς». β. μετριάζω τις απαιτήσεις μου: «αφού
άρχισε ο άνθρωπος να μαζεύει τα λεφτά που σου χρωστάει, κάνε σκόντο και μη
θέλεις να σου τα επιστρέψει όλα μαζεμένα». γ. δίνω χρονική παράταση: «κάνε
σκόντο μερικές μέρες ακόμα και θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω».