σκόνη, η, ουσ.
[<αρχ. κόνις, με ανάπτυξη προθετ. σ], η σκόνη· φαρμακευτικό, ναρκωτικό ή
άλλο παρασκεύασμα σε κονιορτοποιημένη στερεή μορφή: «σκόνη γάλα». (Λαϊκό τραγούδι:
με σκόνες και με χάπια ζητάω να ταξιδέψω μέσα, απ’ τη φυλακή μου θέλω
να δραπετεύσω). (Ακολουθούν 11 φρ.)·
-
άσπρη σκόνη, η ηρωίνη, η κοκαΐνη. ( Λαϊκό τραγούδι: από το βράδυ ως
το πρωί με πρέζα στέκω στη ζωή κι όλο τον κόσμο καταχτώ, την άσπρη σκόνη σαν
ρουφώ)·
-
γίνομαι σκόνη, φεύγω, εξαφανίζομαι αστραπιαία: «κάθε φορά που βλέπω
καβγά, γίνομαι σκόνη»·
-
ήταν σκόνη στα μάτια, βλ. συνηθέστ. ήταν στάχτη στα μάτια, λ.
στάχτη·
-
κάνω σκόνη (κάτι), διαλύω βίαια και εντελώς κάτι, το εκμηδενίζω, το κονιορτοποιώ:
«ο σεισμός έκανε σκόνη την πολυκατοικία». (Λαϊκό τραγούδι: πατέρα είδα στην
Τι-Βι ο σούπερμαν πώς τους σκοτώνει, μια βόμβα θέλω ατομική κι εγώ τη γη να κάνω
σκόνη)·
-
κάνω σκόνη, (για λεφτά ή περιουσία) ξοδεύω, σπαταλώ ολοκληρωτικά: «μέσα
σε λίγο καιρό έκανε σκόνη ολόκληρη περιουσία»·
-
ρίχνω σκόνη στα μάτια, βλ. συνηθέστ. ρίχνω στάχτη στα μάτια, λ.
στάχτη·
-
σηκώνω σκόνη, α. παραπλανώ, θολώνω τα νερά, εντυπωσιάζω
προσωρινά: «μην τον βλέπεις τώρα που σηκώνει σκόνη, σε λίγους μήνες που θα
περάσει η μπογιά του, τα ξαναλέμε». Από την εικόνα του αυτοκινήτου που περνάει
με ταχύτητα σε χωματόδρομο και ακολουθείται από ένα σύννεφο σκόνης, το οποίο
θολώνει την ατμόσφαιρα. β. γίνομαι με τις πράξεις ή γενικά με τη
συμπεριφορά μου ενοχλητικός: «όταν ανοίξει το στόμα του να μιλήσει, σηκώνει
σκόνη, γι’ αυτό δε τον θέλει κανείς απ’ την παρέα μας». Από το ότι η σκόνη
είναι ενοχλητική στην αναπνοή·
-
σκόνες καθαρισμού, τα διάφορα απορρυπαντικά που είναι σε σκόνη: «το Tide είναι μια σκόνη καθαρισμού ||
υπάρχουν διάφορες σκόνες καθαρισμού»·
-
τα κάνω σκόνη, (ενν. τα λεφτά μου) ξοδεύω όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε
γλέντια και διασκεδάσεις: «μόλις πήρε τα λεφτά απ’ τη δουλειά του, πήγε και τα
’κανε σκόνη στα μπουζούκια»·
-
τον κάνω σκόνη, α. καταρρίπτω ένα ένα όλα του τα επιχειρήματα:
«όταν πήρε το λόγο ο τάδε βουλευτής, τον έκανε σκόνη τον υπουργό, που
αναγκάστηκε ν’ αποσύρει το νομοσχέδιό του». β. τον δέρνω άγρια: «μόλις
είδε τον άλλον να πειράζει την αδερφή του, όρμησε απάνω του και τον έκανε
σκόνη». γ. (για παιχνίδια) τον διαλύω, τον κατανικώ: «έπαιξα τάβλι με
τον τάδε και τον έκανα σκόνη»·
-
τους κάναμε σκόνη, (για ποδόσφαιρο) τους διαλύσαμε, τους κατανικήσαμε:
«έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους κάναμε σκόνη».