σκοινί κ.
σχοινί, το, ουσ. [<αρχ. σχοινίον, υποκορ. του ουσ. σχοῖνος], το σκοινί.
Υποκορ. σκοινάκι και σχοινάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 14 φρ.)·
-
άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού, βλ. λ. άνθρωπος·
-
βαδίζει πάνω σε τεντωμένο σκοινί, βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση και για
το λόγο αυτό απαιτούνται επιδέξιοι χειρισμοί για να ξεπεράσει τη δυσκολία του:
«είναι συγκεντρωμένος στη δουλειά του, γιατί, με την αναδουλειά που έχει πέσει
στην αγορά, βαδίζει πάνω σε τεντωμένο σκοινί»·
-
είναι για σκοινί και σαπούνι, α. πρέπει να τιμωρηθεί σκληρά,
παραδειγματικά: «απ’ τη στιγμή που χτύπησε γέρο άνθρωπο, είναι για σκοινί και
σαπούνι ο αλήτης», δηλ. είναι για κρέμασμα. β. βρίσκεται σε δυσχερή
οικονομική ή άλλη δεινή κατάσταση: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, είναι για
σκοινί και σαπούνι», δηλ. για αυτοκτονία. Από το ότι χρησιμοποιούσαν σαπούνι
για να αλείβουν το σκοινί, ώστε να γλιστράει και να σφίγγει πιο εύκολα ο
βρόγχος·
-
παρατεντώνω το σκοινί, βλ. συνηθέστ. παρατραβώ το σκοινί·
-
παρατραβώ το σκοινί, με λόγια ή πράξεις βγαίνω από τα επιτρεπτά όρια,
επιδιώκοντας κάτι, ιδίως καβγά ή άλλη δυναμική αναμέτρηση με κάποιον, εξωθώ
κάποιον ή κάτι στα άκρα: «μην παρατραβάς το σκοινί, γιατί θα δημιουργηθεί
μεγάλη φασαρία»·
-
περπατάει πάνω σε τεντωμένο σκοινί, βλ. συνηθέστ. βαδίζει πάνω σε
τεντωμένο σκοινί·
-
στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το
σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, βλ. λ. σπίτι·
-
τεντώνω το σκοινί, βλ. συνηθέστ. τραβώ το σκοινί·
-
το παίρνω σκοινί γαϊτάνι, βλ. φρ. το παίρνω σκοινί κορδόνι. (Λαϊκό
τραγούδι: κακό βιολί αρχίσαμε, βρε μάγκισσα, που λες· τον τσακωμό τον
πήραμε θαρρώ σχοινί-γαϊτάνι)·
-
το παίρνω σκοινί κορδόνι, α. επαναλαμβάνω αδιάκοπα τα ίδια λόγια
ή τις ίδιες πράξεις: «του ’παν μια φορά πως βρήκε ωραία δικαιολογία που άργησε
στη δουλειά του, κι από τότε το πήρε σκοινί κορδόνι, κάθε φορά που αργεί || τον
πήγα μια φορά στα μπουζούκια κι αυτός το πήρε σκοινί κορδόνι με τα
μπουζουκτσίδικα». β. έχω συνέχεια απαιτήσεις ή ζητώ συνέχεια
εκδουλεύσεις από κάποιον και γίνομαι ενοχλητικός: «του ’δωσα μια φορά δανεικά
λεφτά κι αυτός από τότε το πήρε σκοινί κορδόνι και δε μ’ αφήνει σ’ ησυχία»·
-
το πάω σκοινί γαϊτάνι, βλ. φρ. το παίρνω σκοινί γαϊτάνι·
- το πάω σκοινί κορδόνι, βλ. φρ. το παίρνω σκοινί
κορδόνι.
-
του μάζεψα τα σκοινιά, του επέβαλα περιορισμούς στην ελευθερία κινήσεων και
ενεργειών του: «νόμιζε ότι μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει, αλλά του μάζεψα τα
σκοινιά»·
-
τραβώ το σκοινί, επιδιώκω με λόγια ή με πράξεις να φτάσω μια υπόθεση,
κατάσταση ή σχέση, στα άκρα, είμαι αποφασισμένος για δυναμικές ενέργειες ή
αποφάσεις: «μην τραβάς το σκοινί τώρα που πάνε να ηρεμήσουν τα πράγματα».
(Λαϊκό τραγούδι: κλαίω εγώ, γελάς εσύ, θέλω εγώ, δε θες εσύ, πότε εγώ και
πότε εσύ, τραβάμε το σκοινάκι).