σκλάβος, ο,
θηλ. σκλάβα, η, ουσ. [<μσν. σκλάβος <μσν. εθν. Σκλάβος (= Σλάβος)]
ο σκλάβος. 1. αυτός που είναι απόλυτα υποταγμένος σε κάποιον ή που είναι
απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον: «ό,τι και να κάνει, του δίνει αναφορά, γιατί
είναι σκλάβος του». (Λαϊκό τραγούδι: σκλάβος έχω απομείνει μες
στα χέρια σου κι αν θα φύγω μακριά σου θα ’ν’ η σκέψις μου κοντά σου – στα
λημέρια σου).2. ο ερωτικός σύντροφος, πάνω στον οποίο έχουμε
απόλυτη επιρροή, που τον κάνουμε ό,τι θέλουμε: «από τη μέρα που τη γνώρισε
είναι σκλάβος της». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην καρδιά χρυσό παλάτι σ’ έχω, σκλάβο
μ’ έκανες, τι θα γινώ; μποέμισσα, στο λέω, δεν αντέχω, τα γαλανά σου μάτια
πάντα λαχταρώ // μ’ άλλες γυναίκες τα λεφτά σου σπαταλάς, σ’ έχουνε φάει το
πιοτό και το παιχνίδι, εμένα πάντοτε σαν σκλάβα μου μιλάς κι όλο μου φέρνεσαι
σαν να ’μουνα σκουπίδι). 3. ειρωνικός χαρακτηρισμός ατόμου που
δουλεύει εξοντωτικά: «εγώ δεν είμαι σκλάβος, για να δουλεύω με το ρυθμό που
δουλεύει ο τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: δούλευε σκλάβε δούλευε ως τη
στερνή πνοή σου, αφού γεννήθηκες φτωχός έτσι θα πάει η ζωή σου)·
-
δουλεύει σαν σκλάβος ή δουλεύει σαν το σκλάβο, δουλεύει
εξοντωτικά: «έχει μεγάλη οικογένεια κι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ δουλεύει σαν
σκλάβος, για να τα φέρει βόλτα». Για συνών. βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί ή
δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
-
είναι σκλάβος των παθών του, είναι απόλυτα εξαρτημένος από τα πάθη του:
«όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να κόψει τα χαρτιά, γιατί μια ζωή αυτός ο
άνθρωπος είναι σκλάβος των παθών του»·
-
σαν σκλάβος δούλευε και σαν αφέντης τρώγε, βλ. λ. αφέντης·
-
τον έκανε σκλάβο του (της), τον (την) κάνει ό,τι θέλει, έχει απόλυτη
επιρροή επάνω του (της): «όποιον παίρνει στην παρέα του, επειδή έχει πολλά
λεφτά, θέλει τον κάνει σκλάβο του || απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, τον έκανε
σκλάβο της».