σκήπτρο, το, ουσ. [<αρχ. σκῆπτρον], το σκήπτρο·
-
κατέχει τα σκήπτρα, α. ξεχωρίζει, υπερέχει ανάμεσα στους ομοίους
του, στους ομοτέχνους του, είναι κορυφαίος σε κάτι: «μπορεί κι άλλοι να ’ναι
καλοί μηχανικοί, αλλά ο τάδε κατέχει τα σκήπτρα». β. λέγεται και με
αρνητική διάθεση: «δεν υπάρχει άλλος μαλάκας σαν και του λόγου του, γιατί αυτός
κατέχει τα σκήπτρα».
- κρατάει τα σκήπτρα, βλ. λ. κατέχει τα σκήπτρα.