σκέψη, η, ουσ.
[<αρχ. σκέψις], η σκέψη. (Ακολουθούν 35 φρ.)·
-
αυτό θέλει σκέψη, βλ. φρ. θέλει σκέψη το πράγμα·
-
διαβάζω τη σκέψη του, μαντεύω τι σκέφτεται: «τον ξέρω τόσο καλά αυτόν
τον άνθρωπο, που διαβάζω τη σκέψη του»·
-
είμαι στη σκέψη του, καταλαβαίνω τι σκέφτεται ή πώς θα ενεργήσει:
«σχεδόν πάντα τον προλαβαίνω τι θα πει και τι θα κάνει, γιατί είμαι στη σκέψη
του»·
-
είμαι υπό σκέψη, δεν έχω ακόμη αποφασίσει για κάτι: «μου πρότεινε να
συνεταιριστούμε, αλλά είμαι υπό σκέψη»·
-
είναι στη σκέψη μου (κάποιος), βλ. φρ. τον έχω στη σκέψη μου·
- είναι στη σκέψη μου (κάτι), βλ. φρ. το ’χω στη σκέψη μου·
- έχει καθαρή σκέψη ή έχει σκέψη καθαρή, βλ.
φρ. έχει καθαρό μυαλό, λ. μυαλό·
- έχει πλάγια σκέψη, μπορεί και βρίσκει λύση εκεί που
οι άλλοι αδυνατούν: «είναι άνθρωπος που δε σηκώνει ποτέ ψηλά τα χέρια του,
γιατί έχει πλάγια σκέψη και πάντα έχει τον τρόπο να βγει από τη δύσκολη θέση
που βρίσκεται»·
- θέλει σκέψη το πράγμα, πρέπει να σκεφτεί καλά κανείς
προκειμένου να πάρει κάποια απόφαση ή να ενεργήσει πάνω σε αυτό για το οποίο
γίνεται λόγος: «όπως μου τα λες, φαίνεται εύκολη και κερδοφόρα δουλειά, αλλά
θέλει σκέψη το πράγμα»·
- καθαρή σκέψη, βλ. φρ. καθαρό μυαλό, λ. μυαλό·
- και μόνο με τη σκέψη πως… ή και μόνο με τη σκέψη ότι…, βλ.
φρ. και μόνο στη σκέψη πως(…)·
-
και μόνο στη σκέψη πως… ή και μόνο στη σκέψη ότι…, και μόνο που να
σκεφτεί κάτι: «και μόνο στη σκέψη πως όπου να ’ναι έρχεται ο γιος του απ’ το
εξωτερικό, τρελαίνεται απ’ τη χαρά του! || και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να
πάθουν κάτι κακό τα παιδιά του, πανικοβάλλεται»·
-
κάνω άσχημες σκέψεις, σκέφτομαι δυσάρεστα, απαισιόδοξα: «κάθε φορά που
αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου νωρίς στο σπίτι, κάνω άσχημες σκέψεις»·
-
κάνω κακές σκέψεις, βλ. φρ. κάνω άσχημες σκέψεις·
-
κάνω καλές σκέψεις, σκέφτομαι θετικά, αισιόδοξα: «δεν απελπίζομαι με τις
δυσκολίες που μου τυχαίνουν και πάντα κάνω καλές σκέψεις»·
-
κάνω μαύρες σκέψεις, βλ. φρ. μου περνούν μαύρες σκέψεις·
- κατόπιν ωρίμου σκέψεως, βλ. φρ. μετά από ώριμη σκέψη·
- μαντεύω τη σκέψη του, βλ. φρ. διαβάζω τη σκέψη του·
- μαύρη σκέψη, η απαισιόδοξη, η δυσάρεστη: «του καρφώθηκε από καιρό
η μαύρη σκέψη πως τον απατά η γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρη σκέψη μ’
έχει φάει, πού γυρίζεις, πού ’χες πάει, κάθε βράδυ ξεπορτίζεις, πού πηγαίνεις,
πού γυρίζεις;)·
- με βάζει σε μαύρες σκέψεις (κάποιος ή κάτι), με κάνει να σκεφτώ πολύ απαισιόδοξα,
πολύ δυσάρεστα πράγματα και με το φόβο μήπως πραγματοποιηθούν: «πρέπει να
πάρουμε από τώρα τα μέτρα μας, γιατί η στάση του με βάζει σε μαύρες σκέψεις»·
- με βάζει σε σκέψεις (κάποιος ή κάτι), με κάνει να σκεφτώ απαισιόδοξα,
δυσάρεστα πράγματα: «μ’ αυτά που μου λες, με βάζεις σε σκέψεις πως ίσως αυτός
μας κάρφωσε»·
-
με καθαρή σκέψη ή με σκέψη καθαρή ή με καθαρή τη σκέψη ή με
τη σκέψη καθαρή, βλ. φρ. με καθαρό μυαλό, λ. μυαλό·
-
μετά από δεύτερη σκέψη ή ύστερα από δεύτερη σκέψη, βλ. συνηθέστ. μετά
από ώριμη σκέψη·
- μετά από ώριμη σκέψη, μετά από πιο μελετημένη, πιο
σοβαρή, πιο επεξεργασμένη σκέψη: «στην αρχή συμφώνησα μαζί του, αλλά μετά από
ώριμη σκέψη είδα πως δε με συνέφερε ν’ αναλάβω τη δουλειά»·
-
μου περνούν μαύρες σκέψεις, σκέφτομαι πολύ απαισιόδοξα, πολύ δυσάρεστα
πράγματα ή καταστάσεις: «κάθε φορά που αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου στο
σπίτι, μου περνούν μαύρες σκέψεις». (Λαϊκό τραγούδι: παίξε, Χρίστο, άλλο
ένα, μαύρες σκέψεις μου περνούν, κάποια μέρα μες τη στράτα ξαπλωμένο θα
με βρουν)·
-
μπαίνω σε σκέψεις, προβληματίζομαι: «είναι πολύ ατίθασο παιδί και μπήκα
σε σκέψεις, μέχρι ν’ αποφασίσω να το πάρω στη δουλειά μου»·
-
ούτε σκέψη! δηλώνει άρνηση που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: «μπορώ να πάω
κάπου όπου έχω μια δουλειά και να ξαναγυρίσω; -Ούτε σκέψη!»·
-
το πράγμα θέλει σκέψη, βλ. φρ. θέλει σκέψη το πράγμα·
-
το ’χω στη σκέψη μου, το ’χω στα υπόψη μου, δεν το ξέχασα, με απασχολεί:
«τι θα γίνει με κείνα τα λεφτά που σου ζήτησα; -Το ’χω στη σκέψη μου»·
-
τον βάζω σε σκέψεις, α. τον κάνω να σκεφτεί πράγματα, ιδίως
άσχημα, που δεν τα είχε σκεφτεί προηγουμένως: «επειδή κάθε απόγευμα η γυναίκα
του παίρνει τους δρόμους, τον έβαλα σε σκέψεις μήπως και του τα φοράει». β.
τον κάνω να προβληματιστεί: «επειδή ο άλλος του τα παρουσίαζε όλα όμορφα, τον
έβαλα σε σκέψεις μήπως και ήθελε να τον ξεγελάσει»·
-
τον έφαγαν οι σκέψεις, τον κούρασαν ψυχικά οι έγνοιες, οι στενοχώριες:
«απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, τον έφαγαν οι σκέψεις»·
-
τον έχω στη σκέψη μου, δεν τον ξέχασα, τον θυμάμαι: «απ’ τη μέρα που
έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω στη σκέψη μου»·
- ύστερα από ώριμη σκέψη, βλ. φρ. μετά από ώριμη σκέψη·
- χάνω των ειρμό των σκέψεών μου, βλ. λ. ειρμός·
-
χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς άλλη εξέταση του θέματος, του προβλήματος:
«όταν αποφασίζει κάτι, το κάνει χωρίς δεύτερη σκέψη».