σκεπάρνι κ.
σκεπάρι κ. σκερπάνι, το, ουσ. [<μσν. σκεπάρνιον, υποκορ. του αρχ.
ουσ. σκέπαρνον], το σκεπάρνι· (υποτιμητικά) άνθρωπος ανόητος, κουτός, βλάκας:
«είναι τόσο σκεπάρνι αυτός ο άνθρωπος, που στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα
σου φέρει νερό!». Από την εικόνα του μαραγκού που χρησιμοποιεί το σκεπάρνι του
μόνο για τις χοντροδουλειές. 2. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. τσεκούρι·
-
είναι λες και κατάπιε σκεπάρνι ή είναι σαν να κατάπιε σκεπάρνι ή λες
και κατάπιε σκεπάρνι ή σαν να κατάπιε σκεπάρνι, στέκεται ασάλευτος
με τεντωμένο το κορμί και το κεφάλι ελαφρώς γερτό προς τα έξω, ενώ το σαγόνι
του έχει μια κατεύθυνση ελαφρώς προς τα κάτω: «ξεχωρίζει αμέσως απ’ όλους τους
άλλους, γιατί είναι λες και κατάπιε σκεπάρνι || θα καταλάβεις αμέσως για ποιον
σου λέω, γιατί είναι σαν να κατάπιε σκεπάρνι || ήταν μια ώρα πάνω στην εξέδρα
και στεκόταν λες και κατάπιε σκεπάρνι». Συνών. είναι λες και κατάπιε
μπαστούνι·
-
καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι, παίρνει πόζες ανάρμοστες με την
κοινωνική του θέση: «κάθε φορά που έρχονται οι επίσημοι στον τόπο μας, πηγαίνει
και στήνεται δίπλα τους και καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι»·
-
παιδί σκεπάρνι, βλ. λ. παιδί.