σκέλια, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. σκέλος]. 1. τα κάτω άκρα
του ανθρώπου, από το μηρό ως τα δάχτυλα των ποδιών και γενικά τα πόδια: «είχε
σκέλια δυνατά και γρήγορα». 2. τα πίσω πόδια τετράποδου ζώου: «ο σκύλος
έβαλε την ουρά του, ανάμεσα στα σκέλια του»·
-
ανοίγει τα σκέλια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να της
επιβληθεί η σεξουαλική πράξη: «απ’ τη μέρα που έχει μάθει ν’ ανοίγει τα σκέλια
της, δεν κάνει και καμιά άλλη δουλειά!». Από τη στάση που παίρνει συνήθως η
γυναίκα κατά τη σεξουαλική πράξη. Συνών. ανοίγει τα πόδια της·
-
βάζω την ουρά στα σκέλια, ή βάζω την ουρά στα σκέλια μου ή
βάζω την ουρά ανάμεσα στα σκέλια μου, ή βάζω την ουρά κάτ’ απ’ τα σκέλια μου, βλ. λ. ουρά·
-
είδε χαρά στα σκέλια της, βλ. λ. χαρά·
-
έφυγε με την ουρά στα σκέλια, βλ. λ. ουρά·
-
μαζεύω την ουρά στα σκέλια ή μαζεύω την ουρά στα σκέλια μου, βλ. λ. ουρά·
-
μάνα μου τα σκέλια σου! βλ. λ. μάνα·
-
να μη δεις χαρά στα σκέλια σου, βλ. λ. χαρά·
-
να μη δω χαρά στα σκέλια μου, βλ. λ. χαρά·
-
της ανοίγω τα σκέλια, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού την πήρε
στην γκαρσονιέρα του, σίγουρα της άνοιξε τα σκέλια». Συνών. της ανοίγω τα
πόδια.