αραχνιάζω, ρ. [<αράχνη + κατάλ. -ιάζω],
αραχνιάζω. 1. δεν κινούμαι, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «ένα μήνα τώρα
κάθομαι κι αραχνιάζω, γιατί δεν υπάρχουν δουλειές». 2. περιμένω στο
ραντεβού μου πολύ περισσότερο από την προκαθορισμένη ώρα: «αράχνιασα να τον
περιμένω στο ραντεβού μας κι αυτός γύριζε αλλού». 3. βρίσκομαι σε
κατάσταση εγκατάλειψης και ερημώνω: «απ’ τον καιρό που άρχισε να μεταναστεύει ο
κόσμος, αράχνιασαν τα σπίτια του χωριού». 4. (για δημόσιους υπαλλήλους)
βρίσκομαι σε κάποια απομονωμένη ή απομακρυσμένη υπηρεσία και δεν κάνω κάτι
σοβαρό, τεμπελιάζω: «είναι αρχειοθέτης στην τάδε υπηρεσία κι αραχνιάζει, επειδή
δεν έχει κάτι σοβαρό να κάνει»·
- μέχρι
να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
-
ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.