σκάω κ.
σκάζω κ. σκάνω, ρ. [<αρχ. σκάζω], σκάω. 1. στενοχωρώ
κάποιον υπερβολικά, τον κάνω να νιώσει έντονη δυσφορία: «σταμάτα, επιτέλους,
γιατί μ’ έσκασες μ’ αυτή τη γκρίνια σου!». (Λαϊκό τραγούδι: τρέχω να το
πιάσω κάτω απ’ τα γιαπιά, τη γλωσσίτσα βγάζει, να με σκάσει θέλει πια).
2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, νιώθω έντονη δυσφορία: «έμαθε πως έγινε ένα
πολύνεκρο δυστύχημα στην εθνική οδό κι έσκασε, μέχρι να γυρίσουν τα παιδιά του
στο σπίτι». 3. εμφανίζομαι ξαφνικά, απότομα και χωρίς να με περιμένουν:
«εκεί που καθόμασταν ήσυχα και κουβεντιάζαμε, έσκασε ο τάδε και μας πληροφόρησε
για το θάνατο του τάδε». 4. ζηλεύω ανυπόφορα: «έσκασε μόλις έμαθε πως
αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε σε γλεντάω κι ο κόσμος
πάει να σκάσει, κοντεύει απ’ τη ζήλεια να τους φύγει το καφάσι). 5.
ζεσταίνομαι υπερβολικά: «άνοιξε λίγο το παράθυρο, γιατί έσκασα». 6. τρώω
υπερβολικά: «έφαγα τόσο πολύ, που έσκασα». 7. πίνω υπερβολικά: «ήπια
τόσο πολύ, που έσκασα». 8. σκάσε! προστακτ. αορ., (προστακτικά ή
απειλητικά) πάψε, μη μιλάς: «σκάσε, επιτέλους, ν’ ακούσουμε τι λέει ο
άνθρωπος!». Συνών. βούλωσ’ το! (Ακολουθούν 79 φρ.)·
-
ας σκάσει! έκφραση με την οποία δείχνουμε την εκδικητική μας διάθεση για
κάποιον που μας ζηλεύει. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ καλέ θα σε αγαπώ κι όποια
ζηλεύει, ας σκάσει,της πικροδάφνης το ζουμί να πιει να της
περάσει)·
-
απ’ τη μύτη να τον πιάσεις, θα σκάσει, βλ. λ. μύτη·
-
βάλθηκες να με σκάσεις! έκφραση δυσφορίας σε κάποιον που παρ’ όλες τις
υποδείξεις μας δεν εννοεί να συμμορφωθεί. (Λαϊκό τραγούδι: πού να είσαι;
χάθηκες· να με σκάσεις βάλθηκες· έχω λίγες συμφορές· θα μου φέρεις κι
άλλες· με χτυπούν στο πρόσωπο σιγανοψιχάλες)·
-
για να σκάσουν οι εχθροί (οχτροί) μας! βλ. λ. εχθρός·
-
δεν έσκασε χείλι, βλ. λ. χείλι·
-
έσκασα απ’ τα γέλια ή έσκασα στα γέλια ή έσκασα στο γέλιο,
βλ. λ. γέλιο·
-
έσκασαν τα χείλη μου, βλ. λ. χείλι·
-
έσκασε απ’ τη ζήλια του, βλ. λ. ζήλια·
-
έσκασε απ’ το κακό του, βλ. λ. κακός·
-
έσκασε η μπόμπα, βλ. λ. μπόμπα·
- έσκασε σαν βόμβα, βλ. λ. βόμβα·
-
έσκασε σαν βόμβα πολλών μεγατόνων, βλ. λ. βόμβα·
-
έσκασε σαν μπόμπα, βλ. λ. μπόμπα·
-
έσκασε σαν φουρνέλο, βλ. λ. φουρνέλο·
-
έσκασε σαν φούσκα, βλ. λ. φούσκα·
-
έσκασε στο κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
-
έσκασε το ρομπότ, βλ. λ. ρομπότ·
-
έσκασε το χείλι του, βλ. λ. χείλι·
-
θα κάτσω να σκάσω! βλ. λ. κάθομαι·
-
θα σε σκάσω κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
-
θα σε σκάσω (κάτω) σαν καρπούζι ή θα σε σκάσω (κάτω) σαν το καρπούζι,
βλ. λ. καρπούζι·
-
θα σκάσει η φούσκα μου, βλ. λ. φούσκα·
-
μας την έσκασε ή μου την έσκασε, α. με ξεγέλασε, με
εξαπάτησε: «μου φάνηκε τίμιος άνθρωπος, αλλά μου την έσκασε κι έχασα ένα σωρό
λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη
σκάσανε. Κάντε μάγκες τη δουλειά σας, μη χαλάτε την καρδιά σας). β.
διέφυγε της προσοχής μου και έφυγε από κοντά μου χωρίς να το καταλάβω, μου την
κοπάνησε: «την ώρα, που έσκυψα να δέσω τα κορδόνια μου, μου την έσκασε». (Λαϊκό
τραγούδι: μου την έσκασες στη ζούλα, αχ, πού θα πας, βρε
Κούλα, όπου σ’ έβρω, βρε μοβόρα, θα σου ξηγηθώ στα φόρα). Ο πλ. και όταν το
άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
-
μη σκας! α. μη στενοχωριέσαι: «σκοπός ήταν να μη γίνει το κακό,
τώρα που έγινε, μη σκας!». β. (ως απειλή) έννοια σου(!): «μη σκας,
γιατί, όταν έρθει η ώρα, θα σε περιποιηθώ καταλλήλως!»·
-
μου ’σκασε (κάποιος ή κάτι), μου παρουσιάστηκε ανέλπιστα: «μέσα στην
αγωνία μου, μου ’σκασε ένας παλιόφιλος και με βοήθησε || την τελευταία στιγμή
μου ’σκασε ένας άσος και πήρα το κόλπο». (Τραγούδι: κοίτα ρε που μου
’σκασε γαμπρός, σκανταλιάρης και πρωθυπουργός)·
-
μου ’σκασε το φλας (το φλασάκι), βλ. λ. φλας·
- μου ’σκασε φλασιά, βλ. λ. φλασιά·
-
να καμωθείς και να σκάσεις! βλ. λ. καμώνομαι·
-
να ξεραθείς και να σκάσεις! βλ. λ. ξερένομαι·
-
να πρηστείς και να σκάσεις! βλ. πρήζομαι·
- να σκάσει! βλ. φρ. ας σκάσει(!)·
-
να σκάσεις! (απειλητική προσταγή) μη μιλάς, πάψε·
-
να σκάσεις και να πλαντάξεις! α. έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου
ατόμου με την έννοια πάψε πια, βούλωσέ το. β. πολλές φορές, δίνεται ως
απάντηση από εκνευρισμένο άτομο σε κάποιον που για κάποιο λόγο δυσανασχετεί για
κάτι με το θα σκάσω(!)·
-
να σκάσουν οι εχθροί (οχτροί) μας! βλ. λ. εχθρός·
-
ο διάβολος να σκάσει! (ενν. εγώ θα το κάνω), βλ. λ. διάβολος·
-
όχι θα κάτσω να σκάσω! βλ. λ. κάθομαι·
-
πάει να σκάσει, υποφέρει, ασφυκτιά από μεγάλη ζήλια που νιώθει: «κάθε
φορά που έχω κάποια επιτυχία, πάει να σκάσει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε σε
γλεντάω κι ο κόσμος πάει να σκάσει, κοντεύει απ’ τη ζήλεια να του φύγει
το καφάσι)·
-
που να σκάσεις! λέγεται χαϊδευτικά σε άτομο υπό τύπον επίπληξης: «που να
σκάσεις, παλιόπαιδο, πού γύριζες όλο το πρωί κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!».
Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα·
-
προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά, βλ. λ. πουλί·
-
σκάει απ’ τη ζήλια ή σκάει απ’ τη ζήλια του ή σκάει στη ζήλια ή
σκάει της ζήλιας, βλ. λ. ζήλια·
-
σκάει από υγεία, βλ. λ. υγεία·
-
σκάει γάιδαρο ή σκάει και γάιδαρο, βλ. λ. γάιδαρος·
-
σκάει διάβολο ή σκάει και διάβολο, βλ. λ. διάβολος·
-
σκάει δόντι, βλ. λ. δόντι·
-
σκάει ο τζίτζικας, βλ. λ. τζίτζικας·
-
σκάει ο τόπος, βλ. λ. τόπος·
-
σκάει το λάστιχο, βλ. λ. λάστιχο·
-
σκάσε διάβολε! βλ. λ. διάβολος·
-
σκάσε και κολύμπα! λέγεται σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή σε
καταστάσεις που απαιτούν τη συγκέντρωση των δυνάμεών μας για την αντιμετώπιση
κάποιας δυσκολίας. (Τραγούδι: κι όταν μαστουριά πιάνει τα σφυριά και τα
κάνει λίμπα, σκάσε και κολύμπα).Από την εικόνα του
ναυαγισμένου που αγωνίζεται να σωθεί και δε μιλάει για να μη ξοδεύει δυνάμεις
και αναφέρεται σε μια σειρά μακάβριων ανεκδότων που κυκλοφόρησαν στη δεκαετία
του 1970: Μπαμπά είναι μακριά η Αμερική; -Σκάσε και κολύμπα! // Μπαμπά πού
είναι η γιαγιά; -Σκάσε και τρώγε! // Μπαμπά τι θα κάνουμε τη μαμά; -Σκάσε και
σκάβε! καθώς και άλλα·
-
σκάω απ’ τη ζέστα, βλ. λ. ζέστα·
-
σκάω ένα χαμόγελο, βλ. λ. χαμόγελο·
-
σκάω κανόνι, βλ. λ. κανόνι·
-
σκάω μούρη, βλ. λ. μούρη·
-
σκάω μύτη, βλ. λ. μύτη·
-
σκάω σαν καρπούζι, βλ. λ. καρπούζι·
-
σκάω στη μέση, βλ. λ. μέση·
-
σκάω τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
-
σκάω την μπόμπα, βλ. λ. μπόμπα·
-
σκάω το μυστικό, βλ. λ. μυστικός·
-
σκάω το παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
-
τα σκάω (ενν. τα λεφτά), α. πληρώνω κάποιο χρηματικό ποσό τοις
μετρητοίς, ιδίως παρά τη θέλησή μου: «μου ’ρθε το φιρμάνι της εφορίας και πήγα
πρωί πρωί και τα ’σκασα». β. (γενικά) πληρώνω τοις μετρητοίς: «αγόρασα
ένα αυτοκίνητο και τα ’σκασα μέχρι δεκάρας»·
-
το ’σκασε αλά γαλλικά, βλ. λ. αλά·
-
το ’σκασε απ’ το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
-
το σκάω, α. φεύγω κρυφά, τρέπομαι σε φυγή: «μόλις είδα να
’ρχονται οι μπάτσοι, το ’σκασα, γιατί είχα κι εγώ κάπου λερωμένη τη φωλιά μου».
(Λαϊκό τραγούδι: ζούλα η Μαριωρή το βράδυ, το ’σκασε μες στο σκοτάδι).
β. δραπετεύω: «χτες βράδυ το ’σκασαν απ’ τη φυλακή τρεις κρατούμενοι»·
-
τον έσκασε (κάτω) σαν καρπούζι ή τον έσκασε (κάτω) σαν το καρπούζι, βλ. λ. καρπούζι·
-
τον έσκασε κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
-
του ’σκασα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
-
του ’σκασα ένα μπάτσο ή του ’σκασα μια μπάτσα, βλ. λ. μπάτσο·
- του ’σκασα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’σκασα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
-
του ’σκασα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
-
του ’σκασα μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
-
του ’σκασα μια φάπα, βλ. λ. φάπα·
-
του την έσκασα, τον εξαπάτησα, τον ξεγέλασα: «νόμιζε πως θα μπορούσε να
με κοροϊδέψει, αλλά του την έσκασα και τραβάει τα μαλλιά του». (Λαϊκό τραγούδι:
άντε του καημένου του Μποχώρη του τη σκάσαν στο παπόρι και του πήραν
πεντακόσια όλο λίρες κι όλο γρόσια)·
-
του την έσκασα σαν κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
-
του την έσκασα την πλάκα, βλ. λ. πλάκα
-
του την έσκασε την τρίπλα, βλ. λ. τρίπλα·
-
του (της) σκάω ένα φιλί, βλ. λ. φιλί·
-
τώρα σκάσε, βλ. λ. τώρα·
- φίδι να φτύσει, θα σκάσει, βλ. λ. φίδι.