αράχνη,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀράχνη], η αράχνη. 1. το δημιούργημα της αράχνης, ο ιστός της
αράχνης: «το δωμάτιο ήθελε ξαράχνιασμα, γιατί ήταν γεμάτο αράχνες». (Λαϊκό
τραγούδι: μπρος στο ρημαγμένο σπίτι με την πόρτα την κλειστή έχω αράχνες στο
κατώφλι και χορτάρια στην αυλή). 2. (ιδίως για μπασκετμπολίστα)
παίχτης πολύ ψηλός και που, λόγω του ύψους του, υπερασπίζεται αποτελεσματικά το
καλάθι της ομάδας του: «ο Φασούλας, υπήρξε η αράχνη της ομάδας του». Από την
εικόνα της αράχνης που δημιουργεί τον ιστό της·
- βγάζω
αράχνες, βλ. λ. αραχνιάζω·
- γυναίκα
αράχνη, βλ. λ. γυναίκα·
- έπεσε
στα δίχτυα της αράχνης, βλ. λ. δίχτυ·
- έπιασε
αράχνες, (για χώρους, ιδίως κλειστούς) που έχει εγκαταλειφθεί και έχει ερημώσει:
«έχω ένα σπιτάκι στο χωριό, αλλά έπιασε αράχνες, γιατί έχω καιρό να πάω»·
- θα
πιάσουμε αράχνες, α. έκφραση με την οποία προτρέπουμε, παρακινούμε
κάποιον να καθαρίσει κάποιον χώρο που φαίνεται πως έχει καιρό να καθαριστεί:
«τώρα που είσαι άρρωστη, πάρε μια γυναίκα να καθαρίσει το σπίτι, γιατί σε λίγο
θα πιάσουμε αράχνες». β. (για παρέες) έκφραση με τη οποία προτρέπουμε,
παρακινούμε τα άτομα της παρέας μας να αφήσουμε την αδράνεια στην οποία
βρισκόμαστε και να ενεργοποιηθούμε: «κάθε βράδυ μαζευόμαστε στο μπαράκι και
λέμε τα ίδια και τα ίδια. Άντε, ρε παιδιά, να κάνουμε κάτι, γιατί θα πιάσουμε
αράχνες»·
- πιάνω
αράχνες, βλ. λ. αραχνιάζω·
- πιάσαμε
αράχνες, (για παρέες) δεν κάνουμε τίποτα, αδρανούμε: «τον τελευταίο καιρό
ούτε εκδρομές ούτε μπουζούκια ούτε τίποτα, πιάσαμε αράχνες»·
- τα
δίχτυα της αράχνης, βλ. λ. δίχτυ.