σκαστός, -ή, -ό, επίθ. [από το θέμα αόρ. του ρ. σκάζω + κατάλ. -τός].
1. που παράγει θόρυβο σαν να σκάει, ο θορυβώδης, ο ηχηρός: «έπεσαν κάτι
σκαστές σφαλιάρες, που ακούστηκαν σ’ όλο το τετράγωνο || της έδωσε ένα σκαστό
φιλί». 2. που απουσιάζει αδικαιολόγητα από το σχολικό μάθημα, την
υπηρεσία ή την εργασία του: «τον είδα με μια παλιοπαρέα να κάνει βόλτα στην
παραλία, άρα ήταν σκαστός απ’ το σχολείο». 3. που απέδρασε απ’ το
στρατόπεδο ή τη φυλακή: «είναι σκαστός και τον ψάχνει όλη η αστυνομία». 4.
που είναι ολοφάνερος, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν: «είναι σκαστή
περίπτωση φοροδιαφυγής». (Λαϊκό τραγούδι: για είκοσι γραμμάρια που μ’ έκαναν
πιαστό, μ’ ένα χρονάκι μ’ έστειλαν στην Αίγινα σκαστό). 5.
(για χρήματα) που καταβάλλονται τοις μετρητοίς: «αγόρασε ένα διαμερισματάκι και
πλήρωσε σκαστά εκατό χιλιάδες ευρώ»·
-
αρζάν σκαστά, βλ. λ. αρζάν·
-
γίνομαι σκαστός, α. συλλαμβάνομαι ακριβώς τη στιγμή που κάνω κάτι
παράνομο, συλλαμβάνομαι επ’ αυτοφώρω: «έγινε σκαστός την ώρα που έβαζε χέρι στο
ταμείο». β. δραπετεύω: «χτες βράδυ έγιναν σκαστοί τρεις κρατούμενοι»·
-
είμαι σκαστός, απουσιάζω από την υπηρεσία μου ή γενικά από τη δουλειά
μου χωρίς άδεια: «πρέπει να γυρίσω γρήγορα στη δουλειά μου, πριν με πάρουν
χαμπάρι, γιατί είμαι σκαστός»·
-
έρχομαι σκαστός, χωρίς να αντιληφθεί κανείς τίποτα και για μικρό χρονικό
διάστημα: «έρχομαι σκαστός απ’ τη μονάδα μου να πάρω τα καθαρά ρούχα και
ξαναφεύγω βολίδα || έρχομαι σκαστός απ’ τη δουλειά μου να πάρω κάτι που ξέχασα
και ξαναφεύγω || ήρθε σκαστός απ’ το εργοστάσιο, έκανε βιαστικά ένα μπάνιο κι
έφυγε σαν τρελός»·
-
τον κάνω σκαστό, τον συλλαμβάνω ακριβώς τη στιγμή που κάνει κάτι
παράνομο, τον συλλαμβάνω επ’ αυτοφώρω: «τον έκαναν σκαστό την ώρα που
μπουκάριζε στο σπίτι»·
-
τον πιάνω σκαστό, τον συλλαμβάνω ενώ απουσιάζει αδικαιολόγητα από
σχολικό μάθημα, υπηρεσία ή εργασία: «τους έπιασε ο γυμνασιάρχης σκαστούς να
βολτάρουν στην παραλία || όποιον πιάνει σκαστό απ’ τη δουλειά του, τον απολύει
αμέσως»· βλ. και φρ. τον κάνω σκαστό·
-
φεύγω σκαστός (από κάπου), αποχωρώ από κάποιο χώρο χωρίς να αντιληφθεί
κανείς τίποτα: «έφυγα σκαστός απ’ την μονάδα μου || έφυγα σκαστός απ’ τη
δουλειά μου».