σκασμός, ο, ουσ. [<μσν. σκασμός, από το θέμα αόρ. του ρ. σκάω
+ κατάλ. -μος]. 1. μεγάλη στενοχώρια, μεγάλη ψυχική δυσφορία: «έχω
τέτοιο σκασμό σήμερα, που κοντεύω να τρελαθώ!». 2. ως επιφών. σκασμός!
(προστακτικά) πάψε να μιλάς, σώπασε: «σκασμός, γιατί θα σε σπάσω στο ξύλο!»·
-
βγάλε το σκασμό, (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μη μιλάς, πάψε να μιλάς:
«βγάλε το σκασμό, γιατί θα σε χειροτονήσω || βγάλε το σκασμό και μη χώνεσαι,
γιατί θα μπερδευτείς χωρίς λόγο». Παρμένο από τη γλώσσα του στρατού. Συνών. βγάλε
τον αγλέουρα / βγάλε τον περίδρομο·
-
μέχρι σκασμού, λέγεται στην περίπτωση που φάγαμε ή ήπιαμε πάρα πολύ:
«ήταν τόσο ωραία τα φαγητά, που φάγαμε μέχρι σκασμού || ήταν τόσο ωραίο το
κρασί, που ήπιαμε μέχρι σκασμού»·
-
να βγάλεις το σκασμό, βλ. φρ. βγάλε το σκασμό·
-
τρώω μέχρι σκασμού ή τρώω το σκασμό ή τρώω του σκασμού, τρώω
υπερβολικά: «όταν καθίσω σε τραπέζι, τρώω το σκασμό». Συνών. τρώω το
καταπέτασμα / τρώω τον αγλέουρα / τρώω τον άμπακο / τρώω τον περίδρομο.