σκασίλα, η, ουσ. [<σκάση <μτγν. σχάσις <σχάζω + κατάλ.
-ίλα], μεγάλη στενοχώρια, μεγάλη ψυχική δυσφορία: «έχει τέτοια σκασίλα, που δε
μιλιέται»·
-
άλλη σκασίλα δεν είχα! ή άλλη σκασίλα δεν έχω! ή άλλη σκασίλα
δεν είχαμε! ή άλλη σκασίλα δεν έχουμε! α. έκφραση
δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν
πως είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θέλω
να καταμετρήσεις κι αυτό το εμπόρευμα. -Άλλη σκασίλα δεν είχα! Εγώ έχω να
στείλω ακόμη πέντε παραγγελίες || πρέπει να βοηθήσουμε τον τάδε στη μετακόμιση
που θα κάνει. -Άλλη σκασίλα δεν είχαμε! Μια Κυριακή έχω για ξεκούραση». β.
γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι
υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να βάλεις ένα
χεράκι στη μετακόμιση που θα κάνω αύριο; -Άλλη σκασίλα δεν είχα! || όπως θα
επιστρέφεις, θα μου φέρεις και το πράγμα που σου ζήτησα; -Άλλη σκασίλα δεν
είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές,
της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Συνών. άλλη
δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν
είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! / άλλη έγνοια δεν είχα! ή άλλη
έγνοια δεν έχω! ή άλλη έγνοια δεν είχαμε! ή άλλη έγνοια δεν
έχουμε! / άλλη όρεξη δεν είχα! ή άλλη όρεξη δεν έχω! ή άλλη όρεξη
δεν είχαμε! ή άλλη όρεξη δεν έχουμε! / άλλη σκοτούρα δεν είχα! ή άλλη
σκοτούρα δεν έχω! ή άλλη σκοτούρα δεν είχαμε! ή άλλη σκοτούρα δεν
έχουμε! / άλλη στεναχώρια δεν είχα! ή άλλη στεναχώρια δεν έχω! ή άλλη
στεναχώρια δεν είχαμε! ή άλλη στεναχώρια δεν έχουμε! / άλλη φαγούρα δεν
είχα! ή άλλη φαγούρα δεν έχω! ή άλλη φαγούρα δεν είχαμε! ή άλλη
φαγούρα δεν έχουμε! / άλλο ντέρτι δεν είχα! ή άλλο ντέρτι δεν έχω! ή
άλλο ντέρτι δεν είχαμε! ή άλλο ντέρτι δεν έχουμε! / άλλο σεβντά δεν
είχα! ή άλλο σεβντά δεν έχω! ή άλλο σεβντά δεν είχαμε! ή άλλο
σεβντά δεν έχουμε! / άλλον γκαϊλέ δεν είχα! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχω! ή
άλλον γκαϊλέ δεν είχαμε! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε! / άλλον καημό δεν
είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον
καημό δεν έχουμε! / άλλον νταλκά δεν είχα! ή άλλον νταλκά δεν έχω! ή
άλλον νταλκά δεν είχαμε! ή άλλον νταλγκά δεν έχουμε(!)·
-
κι είχα μια σκασίλα! ή κι έχω μια σκασίλα! ή κι είχαμε μια
σκασίλα! ή κι έχουμε μια σκασίλα! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ
τελείως: «αν δεν έρθει μέσα σε πέντε λεπτά, εγώ θα σηκωθώ και θα φύγω. -Κι είχα
μια σκασίλα!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Συνών. κι είχα ένα ντέρτι! ή
κι έχω ένα ντέρτι! ή κι είχαμε ένα ντέρτι! ή κι έχουμε ένα
ντέρτι! / κι είχα ένα σεβντά! ή κι έχω ένα σεβντά! ή κι είχαμε
ένα σεβντά! ή κι έχουμε ένα σεβντά! / κι είχα έναν γκαϊλέ! ή κι
έχω έναν γκαϊλέ! ή κι είχαμε έναν γκαϊλέ! ή κι έχουμε έναν
γκαϊλέ! / κι είχα έναν καημό! ή κι έχω έναν καημό! ή κι είχαμε
έναν καημό! ή κι έχουμε έναν καημό! / κι είχα έναν νταλκά! ή κι
έχω έναν νταλκά! ή κι είχαμε έναν νταλκά! ή κι έχουμε έναν νταλκά!
/ κι είχα μια έγνοια! ή κι έχω μια έγνοια! ή κι είχαμε μια έγνοια!
ή κι έχουμε μια έγνοια! / κι είχα μια καΐλα! ή κι έχω μια καΐλα! ή
κι είχαμε μια καΐλα! ή κι έχουμε μια καΐλα! / κι είχα μια όρεξη! ή
κι έχω μια όρεξη! ή κι είχαμε μια όρεξη! ή κι έχουμε μια όρεξη!
/ κι είχα μια σκορδοκαΐλα ή κι έχω μια σκορδοκαΐλα! ή κι είχαμε
μια σκορδοκαΐλα! ή κι έχουμε μια σκορδοκαΐλα! / κι είχα μια σκοτούρα! ή
κι έχω μια σκοτούρα! ή κι είχαμε μια σκοτούρα! ή κι έχουμε μια
σκοτούρα! / κι είχα μια στεναχώρια! ή κι έχω μια στεναχώρια! ή κι
είχα μια στεναχώρια! ή κι έχουμε μια στενοχώρια! / κι είχα μια φαγούρα! ή
κι έχω μια φαγούρα! ή κι είχαμε μια φαγούρα! ή κι έχουμε μια
φαγούρα(!)·
-
μεγάλη μας σκασίλα! ή σκασίλα μας μεγάλη! ή μεγάλη μου σκασίλα!
ή σκασίλα μου μεγάλη! έκφραση αδιαφορίας για κάποιον ή για κάτι:
«μεγάλη μου σκασίλα αν έρθει ο τάδε!». (Τραγούδι: και δε πά’ να… η κοινωνία
η ξεφτίλα κι ούτε που θα… εγώ… μεγάλη μου σκασίλα). Ο πλ. και όταν
το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
-
σκασίλα! ή σκασίλα μου! ή σκασίλα μας! βλ. φρ. κι είχα
μια σκασίλα(!). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
-
σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι! ή σκασίλα μας μεγάλη και δέκα
παπαγάλοι! έκφραση τέλειας αδιαφορίας, όταν κάποιος μας αποκλείει από
κάποια διαδικασία ή μας αρνείται κάτι: «αν έχεις και τον τάδε μαζί σου, δε θα
σ’ αφήσουμε να πάρεις μέρος στη συνεδρίαση. -Σκασίλα μου μεγάλη και δέκα
παπαγάλοι! || αν θα ’ναι κι ο τάδε μαζί σου στη συγκέντρωση, εγώ δε θα ’ρθω.
-Σκασίλα μας μεγάλη και δέκα παπαγάλοι!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο
για τον εαυτό του·
-
σκασίλα μου μικρή και δέκα ποντικοί! ή σκασίλα μας μικρή και δέκα
ποντικοί! δίνεται ως ειρωνική απάντηση στο σκασίλα μου μεγάλη και δέκα
παπαγάλοι! που μας απευθύνει κάποιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το κι
εμένα. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
-
σκασίλα που την έχω! ή σκασίλα που την είχαμε! δε με νοιάζει,
αδιαφορώ τελείως: «όπως πάει ο τάδε θα χρεοκοπήσει. -Σκασίλα που την έχω!». Ο
πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.