σκάρτος, -η, -ο, επίθ. [<μσν. σκάρτος <ιταλ. scarto]. 1.
που είναι ελαττωματικός, άχρηστος, που είναι κακής κατασκευής ή ποιότητας:
«σκάρτος μηχανισμός || σκάρτο μηχάνημα || έχει σκάρτο εμπόρευμα, γι’ αυτό δεν
πατάει κανείς στο μαγαζί του». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος θα μου δώσει την αυγή
τον κόσμο αυτόν ν’ αλλάξω, να φτιάξω όμορφες καρδιές μεγάλες και πονετικές τις σκάρτες
να πετάξω).2. (για πρόσωπα) που δεν κρατάει το λόγο του,
που δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης, ο επίορκος, ο ανήθικος: «μην τον πιστεύεις,
γιατί είναι σκάρτος άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα θα πεθάνω, για σένα
θα χαθώ. Θα πάψω πια, σκληρή καρδιά, να χύνω μαύρο δάκρυ για μια γυναίκα σκάρτη).
3. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) που κάποιο φύλλο δε χρησιμεύει σε
κανέναν συνδυασμό και πετιέται ή αντικαθίσταται με άλλο. 4. (για ζαριές)
που δεν κερδίζει: «με τις απανωτές σκάρτες ζαριές που έριχνε, έχασε όλα τα
λεφτά του μέσα σε λίγη ώρα». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε ήταν σκάρτες οι
ζαριές τους κι άιντε τώρα τρέξε βρες τους).Επίρρ. σκάρτα
(βλ. λ.)·
-
βγαίνω σκάρτος, αποδεικνύομαι άνθρωπος που δεν κρατάει το λόγο του,
ανήθικος, που δε θεωρείται άξιος εμπιστοσύνης. (Λαϊκό τραγούδι: μια γυναίκα
αγάπησα και μου βγήκε σκάρτη, σβήστε με απ’ το χάρτη, σβήστε με απ’ το
χάρτη)·
-
γίνομαι σκάρτος, βλ. λ. σκαρτεύω·
-
ξηγιέμαι σκάρτα, συμπεριφέρομαι ανήθικα, πρόστυχα, όχι καθώς πρέπει:
«όποιος ξηγιέται σκάρτα, παίρνει πόδι απ’ τη δουλειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: μου
ρίχνεις άδεια για γεμάτα και μου ξηγιέσαι πάντα σκάρτα. Ό,τι μου κάνεις
θα σου κάνω κι ακόμα ένα παραπάνω!)·
-
σκάρτη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
σκάρτο πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
φέρομαι σκάρτα, βλ. φρ. ξηγιέμαι σκάρτα.