αγγείο
κ. αγγειό,
το, ουσ. [<αρχ. ἀγγεῖον], το αγγείο. 1. δοχείο πήλινο ή χάλκινο
για τη φύλαξη ή τη μεταφορά υγρών για επαγγελματική, ιδίως οικιακή χρήση: «είχε
ένα χάλκινο αγγείο, όπου έβραζε κάθε πρωί το γάλα του». 2α. άνθρωπος αισχρός,
τιποτένιος, χαμηλής υποστάθμης: «πού το βρήκες αυτό τ’ αγγείο και κάνεις παρέα
μαζί του;». β. το αγγείο της νυκτός (βλ. φρ.)·
- αγγείο
της νύχτας ή αγγείο της νυκτός, το ουροδοχείο, η πάπια, το καθοίκι:
«επειδή έχει συχνοουρία, έχει κάθε βράδυ κάτω απ’ το κρεβάτι του το αγγείο της
νυκτός»·
- αισχρό
αγγείο, άνθρωπος τελευταίας υποστάθμης, βρομερός, αχρείος, τιποτένιος: «τον
πετάξαμε απ’ την παρέα μας, γιατί ήταν πολύ αισχρό αγγείο»·
- τ’
αγγειά γινήκαν θυμιατά και οι κοπριές λιβάνι, βλ. λ. λιβάνι·
- το
αψύ το ξίδι το αγγειό του χαλάει, βλ. λ. ξίδι.