σκάντζα κ.
σκάτζα, η, ουσ. [<σκαντζάρω], η αλλαγή, η αντικατάσταση: «τι ώρα
γίνεται η σκάντζα;»·
-
κάνω σκάντζα, αλλάζω βάρδια, σκαντζάρω: «έλα να με πάρεις στις οχτώ,
γιατί τότε κάνω σκάντζα»·
-
σκάντζα βάρδια, η αλλαγή βάρδιας, η αλλαγή σκοπιάς: «επειδή σε βλέπω
κουρασμένο, σκάντζα βάρδια και θ’ αναλάβω εγώ να τελειώσω τη μεταφορά των
προϊόντων στο υπόγειο || σκάντζα βάρδια, συνάδερφε».