σκαντάλη κ.
σκανδάλη, η κ. σκαντάλι, το, ουσ. [<μτγν. σκανδάλη], η σκαντάλη
φορητού όπλου·
-
με το δάχτυλο στη σκαντάλη, α. σε πλήρη ετοιμότητα για δράση:
«μας είχαν ειδοποιήσει πως η παρέα του τάδε ερχόταν στο μπαράκι για καβγά, κι
εμείς τους περιμέναμε με το δάχτυλο στη σκαντάλη». β. (για στρατιώτες)
σε πλήρη ετοιμότητα για επίθεση ή άμυνα: «οι στρατιώτες βρίσκονταν στα
χαρακώματα με το δάχτυλο στη σκαντάλη»·
-
πατώ τη σκαντάλη, βλ. φρ. τραβώ τη σκαντάλη·
-
πιέζω τη σκαντάλη, βλ. φρ. τραβώ τη σκαντάλη·
-
τραβώ τη σκαντάλη, πυροβολώ: «μόλις τον είδε να στρίβει απ’ τη γωνία,
τον σημάδεψε καλά και τράβηξε τη σκαντάλη».