αράουτ,
το, άκλ. ουσ.
[<αγγλ. arout], (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) όρος που σημαίνει ότι η μπάλα
βγήκε δεξιά ή αριστερά έξω από τα όρια του αγωνιστικού χώρου, οπότε προς στιγμή
διακόπτεται το παιχνίδι, το πλάγιο άουτ (βλ. λ.)·
- βγαίνω
αράουτ, α. βγαίνω εκτός θέματος: «μόλις βγαίνει κάποιος αράουτ, του
αφαιρεί τον λόγο». β. συμπεριφέρομαι άπρεπα: «δεν έπρεπε να του μιλήσεις
απότομα, γιατί βγήκες αράουτ»·
- είμαι
αράουτ, α. είμαι απληροφόρητος, είμαι εκτός θέματος: «μη μιλάς άλλο,
γιατί είσαι αράουτ». β. δεν είμαι καθώς πρέπει, δεν είμαι εντάξει, προς
στιγμή παραφέρομαι: «ήσουν πολύ αράουτ προχτές μ’ αυτά που είπες για μένα»·
- με
βγάζουν αράουτ, α. μου αφαιρούν το λόγο, γιατί είμαι απληροφόρητος ή
γιατί είμαι εκτός θέματος: «ευτυχώς που μ’ έβγαλαν αράουτ και δεν έγινα
περισσότερο ρεζίλι». β. μου αφαιρούν όλα μου τα επιχειρήματα:
«προσπαθούσα να τους πείσω ότι είχαμε κάνει άλλη συμφωνία, μόλις όμως μου
έδειξαν την υπογραφή μου, μ’ έβγαλαν αράουτ»·
- την
έχω στο αράουτ, δε βγάζω την ερωμένη μου έξω για λόγους συνετισμού ή
τιμωρίας: «την έχω δυο βδομάδες τώρα στο αράουτ, γιατί τον τελευταίο καιρό όλο
μου αντιμιλούσε»·
- τον
βγάζω αράουτ, του αφαιρώ το λόγο, γιατί είναι απληροφόρητος ή γιατί είναι
εκτός θέματος: «μόλις άρχισε να λέει άλλ’ αντ’ άλλων, ο πρόεδρος τον έβγαλε
αράουτ»·
- τον
έχω στο αράουτ, δεν τον κάνω παρέα, τον κρατώ έξω από την παρέα μου, έξω
από τη συντροφιά μου: «επειδή ξέρω ότι είναι καβγατζής, γι’ αυτό κι εγώ τον έχω
στο αράουτ».