σκαμπίλι1, το, ουσ. [<γαλλ. brusquembille]. 1.
δυνατό χαστούκι, μπάτσος: «επειδή έλεγε ανοησίες τον άρχισα στα σκαμπίλια μέχρι
που ησύχασε». 2. το ηθικό πλήγμα, ο ηθικός εξευτελισμός: «δεν αντέχει
άλλα σκαμπίλια στη ζωή». 3. η πολύ μεγάλη απογοήτευση που νιώθει κανείς:
«η αδιαφορία του φίλο του στο μεγάλο του πρόβλημα ήταν σκαμπίλι γι’ αυτόν».
(Ακολουθούν 17 φρ.)·
-
είναι για σκαμπίλια, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται
με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού δεν εννοεί να βάλει μυαλό
και να καθίσει φρόνιμα, είναι για σκαμπίλια». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια,
λ. χαστούκι·
-
έφαγε σκαμπίλια ή έφαγε τα σκαμπίλια του, βλ. συνηθέστ. έφαγε χαστούκια
ή έφαγε τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
-
θέλει σκαμπίλια ή θέλει τα σκαμπίλια του ή τα θέλει τα
σκαμπίλια του, βλ. φρ. είναι για σκαμπίλια·
-
τον πέθανα στα σκαμπίλια, βλ. συνηθέστ. τον πέθανα στα χαστούκια, λ.
χαστούκι·
-
τον πλάκωσα στα σκαμπίλια, βλ. συνηθέστ. τον πλάκωσα στα χαστούκια, λ.
χαστούκι·
-
τον τάραξα στα σκαμπίλια, βλ. συνηθέστ. τον τάραξα στα χαστούκια, λ.
χαστούκι·
-
τον τρέλανα στα σκαμπίλια, βλ. συνηθέστ. τον τρέλανα στα χαστούκια, λ.
χαστούκι·
-
του άστραψα ένα σκαμπίλι, βλ. συνηθέστ. του άστραψα ένα χαστούκι, λ.
χαστούκι·
-
του κάθισα ένα σκαμπίλι, βλ. συνηθέστ. του κάθισα ένα χαστούκι, λ.
χαστούκι·
- του ’δωσα ένα σκαμπίλι, βλ. συνηθέστ. του ’δωσα ένα
χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του ’δωσα σκαμπίλια ή του ’δωσα τα σκαμπίλια του, βλ.
συνηθέστ. του ’δωσα χαστούκια ή του ’δωσα τα χαστούκια του, λ.
χαστούκι·
- του ’κοψα ένα σκαμπίλι, βλ. συνηθέστ. του ’κοψα ένα
χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του ’ριξα ένα σκαμπίλι, βλ. συνηθέστ. του ’ριξα ένα
χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του ’ριξα σκαμπίλια ή του ’ριξα τα σκαμπίλια του, βλ.
συνηθέστ. του ’ριξα χαστούκια ή του ’ριξα τα χαστούκια του, λ.
χαστούκι·
- του ’σκασα ένα σκαμπίλι, βλ. συνηθέστ. του ’σκασα ένα
χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του τράβηξα ένα σκαμπίλι, βλ. συνηθέστ. του τράβηξα ένα
χαστούκι, λ. χαστούκι·
- τρώω σκαμπίλια ή τρώω τα σκαμπίλια μου, βλ. φρ. τρώω χαστούκια
ή τρώω τα χαστούκια μου, λ. χαστούκι.