αραξιά,
η, ουσ. [από το
θέμα αορ. του ρ. αράζω + κατάλ. -ιά], συνήθως στον πλ. οι αραξιές, α. η
ανάπαυση, η ξεκούραση: «ύστερα από τόση δουλειά, είναι ώρα για τις αραξιές
μας». β. η τεμπελιά: «μην του χαλάς τις αραξιές του, γιατί θα σε φάει!»·
- είμαι
στις αραξιές μου ή έχω τις αραξιές μου, α. αναπαύομαι,
ξεκουράζομαι: «κάθε Κυριακή έχω τις αραξιές μου». β. τεμπελιάζω: «εδώ
σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός είναι στις αραξιές του».