σκάλωμα, το, ουσ. [<μσν. σκάλωμα], σκάλωμα. 1.
πρόσκρουση σε εμπόδιο: «έκανε τέτοιο σκάλωμα το πόδι στην πέτρα, που έπεσε
φαρδύς πλατύς κάτω». 2. παγίδευση, αγκίστρωση, παρεμπόδιση, ιδίως από
κάτι συρματόπλεχτο ή αγκαθωτό: «το σκάλωμα του σακακιού μου στα σύρματα με
υποχρέωσε να σταματήσω το κυνηγητό του». 3. παραμονή σε ένα μέρος
περισσότερο από όσο υπολόγιζε κάποιος: «πέρασα το πρωί απ’ το γραφείο του να
του πω μια καλημέρα, αλλά έκανα τέτοιο σκάλωμα που πήγε μεσημέρι». 4. η
σύλληψη: «με το σκάλωμα του αρχηγού τους διαλύθηκε η συμμορία τους». 5.
το σκαρφάλωμα, η αναρρίχηση: «να τον δεις εσύ σκάλωμα που έκανε πάνω στο δέντρο,
για να γλιτώσει απ’ τα σκυλιά που τον κυνηγούσαν!». 6. (στη γλώσσα της
αργκό) η σκάλα, το μπαλκόνι: «το αρχοντικό είχε παντού γύρω τριγύρω σκαλώματα».
(Λαϊκό τραγούδι: θα σου χτίσω ένα σπίτι γύρω με σκαλώματα, ν’
ανεβαίνεις να μου κάνεις σκέρτσα και καμώματα)·
-
έχει ένα σκάλωμα, α. (για ρούχα) έχει ένα ελαφρό, ανεπαίσθητο
σχίσιμο, ιδίως από σύρμα ή από αγκάθι ή από επαφή του με κάποιο άλλο αιχμηρό
αντικείμενο: «η κάλτσα σου έχει ένα σκάλωμα || το πουλόβερ σου έχει ένα σκάλωμα».
β. (για δουλειές ή υποθέσεις) έχει κάποια καθυστέρηση από απρόβλεπτο
εμπόδιο: «είναι μέσα στα νεύρα του, γιατί έχει ένα σκάλωμα στη δουλειά του».