σκαλί, το, ουσ.
[<μσν. σκαλίν <σπάν. σκαλίον, υποκορ. του μτγν. σκάλα]. 1. το
σκαλοπάτι: «άφησε το δέμα που κουβαλούσε στο πρώτο σκαλί κι ανέβηκε βιαστικά τη
σκάλα». 2. διαβάθμιση σε ιεραρχική κλίμακα: «σιγά σιγά ανέβηκε στα
υψηλότερα σκαλιά της ιεραρχίας». Υποκορ. σκαλάκι, το·
-
ανεβαίνω τα σκαλιά της κοινωνίας, παρουσιάζω κοινωνική άνοδο, εξελίσσομαι
κοινωνικά: «μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά της
κοινωνίας»·
-
κατεβαίνω τα σκαλιά της κοινωνίας, παρουσιάζω κοινωνική κάθοδο, έχω
αρνητική κοινωνική εξέλιξη: «όσο δύσκολο είναι να ανεβείς, τόσο εύκολο είναι να
κατεβείς τα σκαλιά της κοινωνίας»·
-
μέτρησε τα σκαλιά, (ειρωνικά) κατρακύλησε από τη σκάλα: «όπως
οπισθοχώρησε, παραπάτησε στο κεφαλόσκαλο και μέτρησε τα σκαλιά»·
-
σκαλί σκαλί ή σκαλί το σκαλί, βαθμιαία, σταδιακά: «ό,τι κι αν
κάνει, το κάνει σκαλί σκαλί κι όχι άιντε μια κι έξω». (Λαϊκό τραγούδι: σκαλί
σκαλί κατέβηκα για σε στη δυστυχία· κι αν κουρελής κατάντησα εσύ
είσαι η αιτία)·
-
το τελευταίο σκαλί ή το τελευταίο το σκαλί, το κατώτατο σημείο
της ψυχικής, κοινωνικής ή οικονομικής εξαθλίωσης κάποιου: «κατρακύλησε στο
τελευταίο σκαλί της κοινωνίας». (Λαϊκό τραγούδι: στο σκαλί το τελευταίο την
καταστροφή μου κλαίω).