σκάκι, το,
ουσ. [<ιταλ. scacco], επιτραπέζιο τεχνικό παιχνίδι
για δυο άτομα: «το αγαπημένο του παιχνίδι είναι το σκάκι»·
-
μαθαίνουν σκάκι στην πλάτη μου, βλ. συνηθέστ. μαθαίνουν μπιλιάρδο
στην πλάτη μου, λ. μπιλιάρδο·
-
παίζουν σκάκι στην πλάτη μου, βλ. συνηθέστ. παίζουν μπιλιάρδο στην
πλάτη μου, λ. μπιλιάρδο.