σιωπή, η,
ουσ. [αρχ. σιωπή], η σιωπή· η σιγή, η ησυχία: «μέσα στο σπίτι, επικρατούσε
απόλυτη σιωπή»· σιωπή! (προστακτικά) μη μιλάς, μην κάνεις θόρυβο, σκάσε,
σκασμός. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
-
άκρα του τάφου σιωπή, βλ. λ. τάφος·
-
βαθιά σιωπή, η απόλυτη: «μέσα στη νύχτα επικρατούσε βαθιά σιωπή»·
-
η σιωπή είναι χρυσός, α. πολλές φορές, το να μη μιλάει κανείς,
είναι μεγάλο κέρδος: «στην προκειμένη περίπτωση έκανες πάρα πολύ καλά που δεν
είπες τίποτα, γιατί πολλές φορές η σιωπή είναι χρυσός». (Λαϊκό τραγούδι: η
σιωπή είναι χρυσός θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς). β. πρέπει
να είμαστε φειδωλοί στα λόγια μας, γιατί τα πολλά λόγια φέρνουν μαλώματα,
φασαρίες: «όταν υπάρχει κάπου κάποιο πρόβλημα, μη χώνεσαι να επιβάλεις τη γνώμη
σου, γιατί πρέπει να ξέρεις πως η σιωπή είναι χρυσός». Συνών. τα λίγα λόγια
ζάχαρη και τα καθόλου μέλι·
-
η σιωπή μου προς απάντησή σου, απαξιώ να σου απαντήσω: «είσαι ένας
παλιάνθρωπος, που όλη σου την περιουσία την έκανες με κλεψιές και λοβιτούρες.
-Η σιωπή μου προς απάντησή σου»·
-
λύνω τη σιωπή μου, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα εκφέρω πάλι τη γνώμη
μου, αποκαλύπτω κάτι που ξέρω και δεν το ανακοίνωνα: «τρία χρόνια μετά την
επιβολή της δικτατορίας δεκαοχτώ Έλληνες συγγραφείς έλυσαν τη σιωπή τους,
δημοσιεύοντας το βιβλίο “18 Κείμενα”»·
-
νεκρική σιωπή, η απόλυτη ησυχία, η απόλυτη σιωπή: «μέσα στη χειμωνιάτικη
νύχτα επικρατούσε νεκρική σιωπή». Συνών. νεκρική σιγή·
-
ο διψασμένος πίνει σιωπή, όταν έχεις την απόλυτη ανάγκη κάποιου, όταν
περιμένεις από αυτόν τη σωτήρια βοήθεια, μένεις φρόνιμος μπροστά του, δε μιλάς
και δεν αυθαδιάζεις: «αφού έχεις την ανάγκη του σκάσε μπροστά του και μη μιλάς,
γιατί ο διψασμένος πίνει σιωπή». Συνών. βουβάσου, αν θες να σε ταΐζουν·
-
ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. συνηθέστ. η σιωπή είναι
χρυσός·
-
ο νόμος της σιωπής, βλ. λ. νόμος·
-
όποιος διψάει, πίνει με σιωπή, βλ. φρ. ο διψασμένος πίνει σιωπή·
-
σπάω τη σιωπή μου, βλ. φρ. λύνω τη σιωπή μου·
-
συνωμοσία σιωπής, βλ. λ. συνωμοσία.