σιτάρι, το, ουσ. [<μσν. σιτάριν <μτγν. σιτάριον, υποκορ.
του αρχ. ουσ. σῖτος], το σιτάρι· τα κόλλυβα: «μετά το τρισάγιο που έκανε στον
τάφο του άντρα της, μοίρασε σιτάρι τους λίγους παρευρισκόμενους». Από το ότι τα
κόλλυβα γίνονται από βρασμένο σιτάρι·
-
δείχνει σιτάρι και πουλάει κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
-
έσπειρε σιτάρι κι εφύτρωσε κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
-
μ’ άβροχο Φλεβάρη, λιγοστό σιτάρι, βλ. λ. άβροχος·
-
ξεχωρίζω την ήρα απ’ το σιτάρι, βλ. λ. ήρα·
-
ξεχώρισε η ήρα απ’ το σιτάρι, βλ. λ. ήρα·
- όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι, όποιος εργάζεται εντατικά, όποιος
κοπιάζει θα έχει και τις ανάλογες απολαβές, τα ανάλογα κέρδη: «μη χάνεις τον
καιρό σου τώρα που είσαι παλικάρι, όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι».