σίριαλ, το, ουσ. [<αγγλ. serial], το σίριαλ· η συνεχής και
βαρετή εξιστόρηση μιας υπόθεσης ή μιας περιπέτειας, ευχάριστης ή δυσάρεστης:
«δε βαρέθηκες να μας λες το ίδιο σίριαλ;»·
-
έγινε σίριαλ, η υπόθεση εξακολουθεί να απασχολεί κάποιον ή κάποιους,
χωρίς να υπάρχει σπουδαίος λόγος, η υπόθεση πήρε χωρίς λόγο ανέλπιστες
διαστάσεις, ανέλπιστες προεκτάσεις: «μια πρόταση έκανα κι εγώ εντελώς
καλοπροαίρετα για το πώς θα μπορέσουμε να βγούμε απ’ τ’ αδιέξοδο που
αντιμετωπίζουμε κι έγινε σίριαλ». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το
ολόκληρο·
-
το κάνω σίριαλ, εξιστορώ συνεχώς μια υπόθεση ή μια περιπέτειά μου, που
στο τέλος γίνεται βαρετή στους άλλους: «έβγαλε κι αυτός μια γκόμενα και το ’χει
κάνει σίριαλ || έδειρε κάποτε κάποιον στα μπουζούκια και το ’κανε σίριαλ». Από
το ότι τα τηλεοπτικά σίριαλ έχουν μεγάλη διάρκεια και κάποτε καταντούν βαρετά..
Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ολόκληρο.