αγγαρεία,
η, ουσ.
[<μτγν. ἀγγαρεία], η αγγαρεία. 1. δυσάρεστη απασχόληση ή υποχρέωση,
που γίνεται χωρίς οικονομικό όφελος, χωρίς πληρωμή: «τι αγγαρεία κι αυτή, να
ποτίζω τα λουλούδια της διπλανής κάθε φορά που λείπει ταξίδι!». 2. (στη
γλώσσα του στρατού) η εκτός της υπηρεσίας χειρωνακτική ή αχθοφορική εργασία:
«μ’ έστειλαν αγγαρεία να καθαρίσω τις Καλλιόπες || μας έβαλαν αγγαρεία να
ξεφορτώσουμε τις πατάτες απ’ το φορτηγό». (Λαϊκό τραγούδι: απών στην αγγαρεία,
παρών στο φαγητό, μηδέν στη θεωρία και χρόνια στο στρατό)·
- ρούχα
αγγαρείας, (στη γλώσσα του στρατού) βλ. φρ. στολή αγγαρείας·
- στολή
αγγαρείας, (στη γλώσσα του στρατού) η πρόχειρη ενδυμασία που φορούν οι
στρατιώτες για τις διάφορες χειρωνακτικές ή αχθοφορικές εργασίες του
στρατοπέδου εκτός από την υπηρεσία τους: «ο λοχαγός μας διέταξε να βάλουμε τις
στολές αγγαρείας και να παρουσιαστούμε στα μαγειρεία»·
- το
κάνω αγγαρεία, α. κάνω κάποια συγκεκριμένη εργασία ή πράξη
υποχρεωτικά, χωρίς ενδιαφέρον ή ευχαρίστηση: «θα σε βοηθήσω, αλλά μην έχεις
πολλές απαιτήσεις, γιατί το κάνω αγγαρεία». β. επιβάλλω τη σεξουαλική
πράξη από υποχρέωση, ιδίως στη σύζυγό μου: «κάθε βδομάδα της ρίχνω κι από ένα
για να μη λέει, αλλά το κάνω αγγαρεία»·
- φόρμα
αγγαρείας, (στη γλώσσα του στρατού) βλ. φρ. στολή αγγαρείας.