σινεμάς, ο, ουσ., πλ. σινεμάδες, οι, κ. σινεμά, το, άκλ.
ουσ. [<γαλλ. cinema(tographe) <ελλ. κίνημα + γράφω]. 1. ο
κινηματογράφος: «τώρα με την τηλεόραση το σινεμά περνάει μεγάλη κρίση». 2.
(στη γλώσσα του στρατού) το πειθαρχείο: «έμεινε πέντε μέρες στο σινεμά, γιατί
έβρισε έναν ανώτερό του». Από την εικόνα του πειθαρχείου που είναι σκοτεινό,
όπως και η αίθουσα του κινηματογράφου, όταν προβάλλεται το έργο·
-
αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! έκφραση θαυμασμού, ιδίως έκπληξης, για
κάτι απίθανο ή παράδοξο που συμβαίνει: «όπως πήγαινε με τ’ αυτοκίνητό του στην Αθήνα,
τράκαρε μετωπικά μ’ ένα φορτηγό και δεν έπαθε ούτε γρατσουνιά ο κωλόφαρδος.
-Αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά!». Από το ότι πολλές φορές στα
κινηματογραφικά έργα συμβαίνουν απίθανα και παράδοξα πράγματα.Συνών. αυτά
δε γίνονται ούτε στα έργα! / αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! / αυτά δε
γίνονται ούτε στον κινηματογράφο(!)·
-
έχει σινεμά, λέγεται για μέρος, για τοποθεσία, από όπου μπορεί να κάνει
κανείς ερωτικό μπανιστήρι, καθώς και αυτό το ίδιο το μπανιστήρι: «έχω βρει ένα
μέρος που έχει καλό σινεμά». Από την εικόνα του ατόμου που πηγαίνει στον
κινηματογράφο και παρακολουθεί το έργο.