σικτίρ πιλάφ κ. σιχτίρ πιλάφ, το, άκλ. ουσ. [<τουρκ. siktir pilav], το πιλάφι που σερβίρεται στο
τέλος του δείπνου·
-
παίρνω ένα σικτίρ πιλάφ ή παίρνω σικτίρ πιλάφ ή παίρνω το
σικτίρ πιλάφ μου, διώχνομαι από κάπου, ιδίως από τη δουλειά όπου δουλεύω,
απολύομαι: «επειδή προσπαθούσα να τους οργανώσω συνδικαλιστικά, πήρα το σικτίρ
πιλάφ μου»·
-
της δίνω ένα σικτίρ πιλάφ ή της δίνω σικτίρ πιλάφ ή της δίνω
το σικτίρ πιλάφ της, διακόπτω τον ερωτικό μου δεσμό μαζί της, τη διώχνω:
«επειδή τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να μου αντιμιλάει, της έδωσα σικτίρ
πιλάφ»·
-
του δίνω ένα σικτίρ πιλάφ ή του δίνω σικτίρ πιλάφ ή του δίνω
το σικτίρ πιλάφ του, α.τον διώχνω από κάπου, ιδίως από τη
δουλειά μου: «δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα στους άλλους εργάτες μου, γι’
αυτό του ’δωσα το σικτίρ πιλάφ του». β. (για γυναίκες) διακόπτω τον
ερωτικό δεσμό μαζί του, τον διώχνω: «επειδή τον τελευταίο καιρό γυρνούσε πάντα
μεθυσμένος στο σπίτι, του ’δωσα σικτίρ πιλάφ».