αραιός,
-ή, -ό κ. αριός,
-ιά, -ιό, επίθ. [<αρχ. ἀραιός], αραιός. Επίρρ. αραιά και αριά·
- αραιά
και που ή αριά και που, σε αραιά χρονικά διαστήματα: «αριά και που
περνάει απ’ το μπαράκι μας». (Λαϊκό τραγούδι: αριά και που λευκές
γραμμές χαράζουν το γαλάζιο και ’γω βιδώθηκα στη γη και αγγελίες διαβάζω)·
- αραιά
τα σκόρδα να χοντραίνουν, βλ. λ. σκόρδο.