σίγουρος, -η, -ο, επίθ. [<μσν. σίγουρος <ιταλ. sicuro <λατιν.
securus], σίγουρος. 1. που είναι βέβαιος, ασφαλισμένος, εξασφαλισμένος,
εγγυημένος: «είμαι σίγουρος πως τον είδα || αν ακολουθήσεις τις συμβουλές μου,
θα έχεις σίγουρη επιτυχία || όποιος δουλεύει στο δημόσιο, είναι σίγουρος στη
ζωή του». 2. που είναι σταθερός: «όποιος δουλεύει στο δημόσιο, έχει έναν
σίγουρο μισθό». 3α. το ουδ. ως ουσ. το σίγουρο, το άλογο εκείνο
του ιπποδρόμου που θεωρείται βέβαιο ότι θα έρθει πρώτο σε κάποια συγκεκριμένη
ιπποδρομία: «ξέρω ποιο είναι το σίγουρο στην τάδε ιπποδρομία και θα ποντάρω όλα
μου τα λεφτά». β. οτιδήποτε θεωρείται βέβαιο: «το σίγουρο της υπόθεσης
είναι ότι δεν έχουμε λεφτά να συνεχίσουμε τη δουλειά μας»·
-
βρίσκεται σε σίγουρα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- είναι σε σίγουρα χέρια, βλ. λ. χέρι·
-
είναι σίγουρη η δουλειά ή είναι δουλειά σίγουρη, βλ. λ. δουλειά·
-
έχει σίγουρη δουλειά ή έχει δουλειά σίγουρη, βλ. λ. δουλειά·
-
έχω ένα σίγουρο, α. έχω την πληροφορία ότι το τάδε άλογο θα έρθει
πρώτο σε κάποια συγκεκριμένη ιπποδρομία, οπότε μπορώ να ποντάρω άφοβα επάνω
του: «αν θέλεις να κερδίσεις λεφτά, έχω ένα σίγουρο στην τρίτη ιπποδρομία». β.
(για προπό) είμαι βέβαιος ότι στον αγώνα της Κυριακής θα κερδίσει η τάδε
ομάδα: «στο σημερινό δελτίο του προπό έχω μόνο ένα σίγουρο· όλοι οι άλλοι
αγώνες είναι αμφίβολοι»·
-
έχω σίγουρη θέση, βλ. λ. θέση·
-
στα σίγουρα, οπωσδήποτε: «απ’ τη στιγμή που σου ’δωσε το λόγο του πως θα
’ρθει, θα ’ρθει στα σίγουρα»·
-
το ’χω σίγουρο, το θεωρώ βέβαιο, το θεωρώ ήδη γεγονός: «το ’χω σίγουρο
πως μια μέρα αυτό το παιδί θα πάει πολύ μπροστά».