σίγμα, το, άκλ.
ουσ. [<αρχ. σῖγμα], το γράμμα σίγμα·
-
διπλώνομαι σαν σίγμα τελικό ή διπλώνομαι σαν τελικό σίγμα ή
διπλώνω σαν σίγμα τελικό ή διπλώνω σαν τελικό σίγμα, κυρτώνω,
διπλώνω στα δυο, είτε επειδή δέχτηκα χτύπημα στο στομάχι μου είτε επειδή νιώθω
πόνο στο στομάχι μου: «μου ’δωσε μια γροθιά ο άλλος στο στομάχι και δίπλωσα σαν
σίγμα τελικό»·
-έγινε
σαν σίγμα τελικό ή
έγινε σαν τελικό σίγμα, είναι κυρτωμένος λόγω προχωρημένων γηρατειών ή
επειδή κρυώνει πάρα πολύ: «είναι τόσο μεγάλη η γιαγιά μας, που έγινε σαν σίγμα
τελικό || στεκόταν μια ώρα στη γωνία περιμένοντάς την, κι έγινε σαν τελικό
σίγμα απ’ το κρύο». Από τη σχηματική παράσταση του κυρτωμένου ατόμου με το
τελικό σίγμα·
- με το νυ και με το σίγμα, βλ. λ. νυ.