σιάξιμο κ.
σάξιμο, το, ουσ. [από το θέμα του αορ. του ρ. σιάχνω + κατάλ. -ιμο], η
ενέργεια και το αποτέλεσμα του σιάζω·
-
θέλει σιάξιμο η γραβάτα του, πρέπει, του χρειάζεται τιμωρία με
ξυλοδαρμό: «αφού συμπεριφέρεται με τόσο άσχημο τρόπο στους γονείς του, θέλει
σιάξιμο η γραβάτα του». Συνών. θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του / θέλει σιάξιμο ο
γιακάς του / θέλει τράβηγμα τ’ αφτί του·
-
θέλει σιάξιμο ο γιακάς του, βλ. φρ. θέλει σιάξιμο η γραβάτα του·
-
θέλεις σιάξιμο ή θες σιάξιμο, θέλεις ξύλο, σου χρειάζεται
τιμωρία: «εσύ παιδί μου θέλεις σιάξιμο, για να βάλεις μυαλό!».