σημειώνω, ρ.
[<μτγν. σημειόω-ῶ], σημειώνω. 1. κάνω, πραγματοποιώ κάτι που γίνεται
αισθητό: «το τελευταίο βιβλίο του τάδε συγγραφέα σημείωσε μεγάλη επιτυχία || η
συγκέντρωση του κόμματος σημείωσε μεγάλη αποτυχία». 2. λαβαίνω υπόψη μου
την ενέργεια κάποιου, καλή ή κακή, που τη θεωρώ σοβαρή, και επιφυλάσσομαι για
την επιβράβευση ή την τιμωρία του: «σημείωσα κάθε καλό λόγο που είπες για μένα,
και θα σου φερθώ αναλόγως || την ώρα που μιλούσα, σημείωσα όλους τους
ειρωνικούς μορφασμούς που έκανες, γι’ αυτό από δω και πέρα να φυλάγεσαι από
μένα». 3. (γενικά) παίρνω σοβαρά υπόψη μου κάτι: «πρέπει να σημειώσεις
ότι δε σηκώνει αστεία και να του φερθείς ανάλογα»·
-
θα ήθελα να σημειώσω, κρίνω άξιο λόγου, άξιο αναφοράς και γι’ αυτό θα το
επισημάνω: «επίσης, θα ήθελα να σημειώσω τις προσπάθειες που έκανε ο τάδε για
τη συγκρότηση του συλλόγου μας»·
-
σε σημειώνω, σε έχω στα υπόψη μου, για να σου φερθώ ανάλογα: «εγώ σε
σημειώνω κάθε φορά που λες καλό ή κακό για μένα, και με τον καιρό θα σου φερθώ
αναλόγως». Συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να μιμείται τις κινήσεις της
γραφής ή από χειρονομία με το δείκτη του χεριού να ακουμπάει στο μέρος του κροτάφου,
θέλοντας να δείξει πως κάθε ενέργεια είναι αποτυπωμένη στη μνήμη·
- σημειώνω αποτυχία, βλ. λ. αποτυχία·
-
σημειώνω επιτυχία, βλ. λ. επιτυχία·
-
σημειώνω επιτυχίες, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ. επιτυχία·
-
σημειώνω τέρμα, βλ. λ. τέρμα·
-
σημειώνω το τηλέφωνο (κάποιου), βλ. λ. τηλέφωνο·
-
σημειώσατε χι (Χ), βλ. λ. χι·
-
σημείωσε αυτό που θα σου πω, πρόσεξέ το καλά, πάρ’ το σοβαρά υπόψη σου:
«σημείωσε αυτό που θα σου πω και θα δεις πως μέσα σε λίγο καιρό θα επαληθευτώ».