σημασία, η,
ουσ. [<αρχ. σημασία], η σημασία. 1. η σπουδαιότητα, η αξία που έχει ή
που παρουσιάζει πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση, ή η σπουδαιότητα, η αξία που δίνει
κάποιος σε πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση: «έχει μεγάλη σημασία ποιος θ’ αναλάβει
τη διεύθυνση αυτής της δουλειάς || αυτός σε βοήθησε, εσύ όμως κατάλαβες τη
σημασία της χειρονομίας του;». 2. (για υποθέσεις ή καταστάσεις) δηλώνει
αδιαφορία: «μια ώρα του φωνάζω, αλλά αυτός σημασία». (Λαϊκό τραγούδι: και οι
δύο σ’ αφασία, μα εκείνη σημασία). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
-
(δε) δίνω σημασία, (δεν) παρακολουθώ, (δεν) υπολογίζω, ιδίως αυτά που
μου λέει κάποιος: «σου μιλώ μια ώρα κι εσύ δε δίνεις σημασία σ’ αυτά που σου
λέω». (Λαϊκό Τραγούδι: όλοι με κατηγορούνε μαζί σου πως γυρνώ, μα δε δίνω
σημασία, γιατί σε αγαπώ)·
-
δε μου ’δωσε (καμιά, καθόλου) σημασία, δε με υπολόγισε (καθόλου), με
αγνόησε (εντελώς): «χίλιες φορές θέλησα να τον συμβουλέψω, αλλά δε μου ’δωσε
καμιά σημασία». (Λαϊκό τραγούδι: αν ήμουνα κορίτσι από τζάκι θα μ’ έκανες
γυναίκα σου ευθύς· γιατ’ είμαι φτωχοκόριτσο μ’ αφήνεις και ούτε σημασία δε
μου δίνεις)·
-
δεν έχει (καμιά, καθόλου) σημασία (κάποιος ή κάτι), δεν έχει (καμιά,
καθόλου) σπουδαιότητα, (καμιά, καθόλου) αξία κάποιος ή κάτι: «αυτός ο άνθρωπος
δεν έχει καμιά σημασία στην υπόθεση || δεν έχει καθόλου σημασία τι σου είπε,
γιατί άλλος διευθύνει εδώ μέσα»·
-
δεν του δίνω (καμιά, καθόλου) σημασία, δεν τον υπολογίζω (καθόλου), τον
αγνοώ (εντελώς): «αυτός είναι τρελός για πάρτη της κι αυτή δεν του δίνει καμιά
σημασία»·
-
είναι άνευ σημασίας, δεν αξίζει τον κόπο να ασχολείται κανείς με το πρόσωπο
ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί δεν παρουσιάζει κανένα
ενδιαφέρον, δεν έχει καμιά αξία: «ό,τι και να πει για μένα, το περνάω στο
ντούκου, γιατί είναι άνευ σημασίας ο άνθρωπος || έχασα τον αναπτήρα μου, αλλά
δε στενοχωριέμαι, γιατί ήταν άνευ σημασίας για μένα»·
-
είναι χωρίς σημασία, βλ. φρ. είναι άνευ σημασίας·
-
έχει σημασία; βλ. φρ. τι σημασία έχει(;)·
-
η σημασία είναι να…,η κύρια επιδίωξη, ο επιδιωκόμενος σκοπός
είναι να...: «η σημασία είναι να μπορέσουμε να πείσουμε τον τάδε να
χρηματοδοτήσει το έργο»·
-
με όλη τη σημασία της λέξης, με το πλήρες νόημα που έχει η λέξη πάνω σε
ένα συγκεκριμένο θέμα και λέγεται για να δώσουμε έμφαση, για να τονίσουμε το
νόημα που περικλείει η λέξη: «είναι παλιάνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης»·
-
με σημασία, με μια ιδιαίτερη έννοια, με έναν ιδιαίτερο τρόπο: «τον
κοίταξα με σημασία για να μ’ ακολουθήσει, αλλά αυτός δεν κατάλαβε τίποτα»·
-
μη δίνεις (καμιά, καθόλου) σημασία, αδιαφόρησε (εντελώς): «όλοι ξέρουν
πόσο πολύ σε ζηλεύει, γι’ αυτό μη δίνεις σημασία, όταν σε κατηγορεί»·
-
μην του δίνεις (καμιά, καθόλου) σημασία, αγνόησέ τον (εντελώς): «σε
κάνει νόημα ο τάδε, αλλά μην του δίνεις σημασία, γιατί είναι κολλητσίδας και δε
θα μπορέσουμε να τον ξεφορτωθούμε εύκολα»·
-
σημασία ο δικός σου, δηλώνει πως, το άτομο στο οποίο απευθυνόμαστε,
αγνοεί εντελώς αυτά που του λέμε, αυτά που του συμβουλεύουμε: «τον συμβούλευα μια
ώρα, αλλά σημασία ο δικός σου»·
-
τι σημασία έχει; έκφραση αδιαφορίας: «αν θελήσεις κάτι, μπορώ να σε
βοηθήσω. -Τι σημασία έχει; Τώρα είναι πια αργά»·
-
του δίνω σημασία, δεν τον αγνοώ, τον υπολογίζω: «όχι μόνο του δίνω
σημασία αυτού του ανθρώπου, αλλά τον εκτιμώ και βαθύτατα». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί
της δίνεις τόση σημασία κι απάνω της το παίρνει και γελά;).